Μετά τις εκλογές, το ερώτημα του κινήματος παραμένει ανοιχτό… Αποτίμηση των φοιτητικών εκλογών 2022

Ιουνίου 05, 2022

1. Το αποτέλεσμα των φοιτητικών εκλογών είναι μία θετική εξέλιξη αφού δίνει ανανεωμένη διάθεση στους αγωνιστές και τις αγωνίστριες του φοιτητικού κινήματος για την κρίσιμη μάχη ενάντια στην εγκατάσταση της ΟΠΠΙ και της ελεγχόμενης εισόδου στους χώρους των πανεπιστημίων. Εκφράζει την αγανάκτηση που νιώθουν οι φοιτητές και οι φοιτήτριες συνολικά για την πολιτική της κυβέρνησης για τα πανεπιστήμια και την καταστολή, καθώς και για την διαχείριση της πανδημίας και της ακρίβειας.

2. Οι μικρότεροι ηλικιακά φοιτητές και οι φοιτήτριες έδειξαν ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για την διαδικασία των φοιτητικών εκλογών και ενίσχυσαν τη νομιμοποίηση των οργάνων των φοιτητικού κινήματος που δέχονται επίθεση από την πρώτη στιγμή της εκλογής της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Έσπασαν μία τάση μειωμένης συμμετοχής που υπήρχε πολλά χρόνια στην συμμετοχή στις φοιτητικές εκλογές. Αν και συγκεντρωτικά η αριθμητική συμμετοχή σε ΑΕΙ και πρώην ΤΕΙ είναι λίγο μειωμένη, δεν πρέπει να παραβλέψουμε δύο στοιχεία. Το πρώτο είναι ότι μεσολάβησαν τρία χρόνια από τις τελευταίες εκλογές και 3 εξάμηνα τηλεκπαίδευσης. Αυτό σημαίνει ότι διαταράχθηκε η σχέση όλων των πολιτικών δυνάμεων με μία κοινωνική βάση που τις στήριζε σταθερά, είτε λόγω της απουσίας καθημερινής συνύπαρξης και μαζικών πολιτικών διεργασιών στον κοινωνικό χώρο των πανεπιστημίων την περίοδο της πανδημίας είτε λόγω αποφοίτησης μεγάλου μέρους αυτής. Το δεύτερο είναι ότι η -μέχρι πρότινος πρώτη δύναμη- ΔΑΠ-ΝΔΦΚ σε πολλούς συλλόγους επέλεξε να απέχει, ενώ σε άλλους κατέρρευσε (όπως και η ΠΑΣΠ), αλλά η πτώση της συμμετοχής ήταν μικρότερη από την πτώση της ΔΑΠ και της ΠΑΣΠ.

3. Η πτώση της ΔΑΠ δεν είναι ένα γεγονός που εξηγείται μονοσήμαντα και δεν πρέπει να μας γεμίζει αυταπάτες. Είδαμε συλλόγους στους οποίους η ΔΑΠ συγκράτησε τις δυνάμεις της ή έπεσε χωρίς να εξαϋλώνεται, ακόμα και συλλόγους στους οποίους ενισχύθηκε. Ένα μεγάλο μέρος των ψήφων που έχασε η ΔΑΠ προέρχεται από σχολές στις οποίες πρακτικά αποσύρθηκε από την μάχη των εκλογών, χωρίς να μας δίνει την δυνατότητα να εκτιμήσουμε την πραγματική επιρροή της μέσω του εκλογικού αποτελέσματος. Βλέπουμε μία σαφή τάση αποδυνάμωσης της λόγω αποδιοργάνωσης του πελατειακού μηχανισμού της εξαιτίας της τηλεκπαίδευσης και φθοράς λόγω της αντι-δημοφιλούς (ιδιαίτερα στη νεολαία) πολιτικής της κυβέρνησης. Δεν είναι δεδομένο ότι αυτή η σχέση με την βάση των φοιτητών και των φοιτητριών δεν θα αποκατασταθεί μέχρι τις επόμενες εκλογές. Φαίνεται όμως πως υπάρχει και μια σημαντική τάση της απόσυρσης δυνάμεων της ΔΑΠ από τον συνδικαλισμό, μία άποψη που είναι γνωστό ότι υπάρχει εντός ΔΑΠ και Ν.Δ. Τέλος, θα πρέπει να πούμε ότι η απουσία της ΔΑΠ, ενίσχυσε με κάποιες δεξιές ψήφους την ΠΚΣ-ΚΝΕ ως την δύναμη που δεν κλείνει τις σχολές, που είναι “πρώτη στα μαθήματα, και πρώτη στους αγώνες”, που έχει τους εκπροσώπους στα Δ.Σ. για να λύνουν τα προβλήματα των φοιτητών/ριών και που στέκεται απέναντι στον αντιπατριωτικό και αντιπατριαρχικό λόγο.

4. Παρά την εκλογική ενίσχυση σχεδόν όλων των αριστερών δυνάμεων, το ερώτημα του κινήματος μένει ακόμα ανοιχτό. Η ανάδειξη της ΠΚΣ-ΚΝΕ σε πρώτη δύναμη δεν είναι δείγμα ριζοσπαστικοποίησης εν γένει. Όλο αυτό το διάστημα στραγγάλιζε τις συλλογικές διαδικασίες βάσης και η αγωνιστική της δράση ήταν μειωμένης έντασης, αυστηρά εντός του καθορισμένου από την κυβέρνηση νόμιμου πλαισίου, με κύριο γνώμονα την οργανωτική της συσπείρωση και «συσσώρευση δυνάμεων». Η ψήφος στην ΠΚΣ είναι αναθετική, όχι αγωνιστική. Επομένως, ενώ μας χαροποιεί να χάνει την πρωτιά της η ΔΑΠ από μία αριστερή δύναμη, ξέρουμε ότι το μόνο που έχουμε να περιμένουμε από την ΠΚΣ είναι η γραφειοκρατικοποίηση των φοιτητικών συλλόγων και διαδικασιών στη λογική των “κόκκινων διοικητικών συμβουλίων” που αναλαμβάνουν την καθοδήγηση των αγώνων.

5. Η ενίσχυση των δυνάμεων της ΕΑΑΚ (σε συνεργασία με την ΑΡΕΝ) αφορά στην ενίσχυση μιας διαφορετικής ΕΑΑΚ από ότι τα προηγούμενα χρόνια, μιας ΕΑΑΚ που υιοθετεί όλο και περισσότερο τα χαρακτηριστικά της ΠΚΣ, χωρίς να προσφέρει μία διαφορετική εναλλακτική για το κίνημα. Ποσοστιαία δεν ενισχύθηκε όσο η ΠΚΣ ακριβώς επειδή η στείρα γραμμή του διπολισμού δεξιά-αντιδεξιά, που εκφράστηκε και με την κεντρική συνεργασία με την ΑΡΕΝ σαν «αντιδεξιού μετώπου», μπορούσε να εκφραστεί πολύ καλύτερα από την ΠΚΣ, την μόνη δύναμη που θα μπορούσε να έχει την δυνατότητα να εκτοπίσει την ΔΑΠ από την πρώτη θέση που κατείχε τόσα χρόνια. Ιδιαίτερα εφόσον τα τελευταία χρόνια οι δυνάμεις του «αντιδεξιού μετώπου» στο κίνημα συνεργάστηκαν και τελικά ακολούθησαν το σχέδιο της ΠΚΣ, η κλασική κριτική για σεχταρισμό της ΠΚΣ, έχασε την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητα της.

6. Σε αυτές τις εκλογές δεν μπόρεσε να εκφραστεί μαζικά μία αντικαπιταλιστική προοπτική για το φοιτητικό κίνημα. Οι σύλλογοι στους οποίους καταγράφηκαν σχήματα της ΕΑΑΚ αυτοτελώς ήταν λιγότεροι από το 2019 και η καταγραφή της ΕΑΑΚ υποχώρησε ποσοστιαία σε σχέση με την συνεργασία ΕΑΑΚ-ΑΡΕΝ. Αυτό αφενός οφείλεται στην αλλαγή κατεύθυνσης σημαντικού αριθμού σχημάτων και την προσχώρηση τους στην συνεργασία ΕΑΑΚ-ΑΡΕΝ. Αφετέρου οφείλεται στην αποδυνάμωση μιας μερίδας σχημάτων της ΕΑΑΚ που προσπάθησαν το προηγούμενο διάστημα να διαχωριστούν από την κατεύθυνση της ΠΚΣ, τα οποία παρότι προσπάθησαν (σε διαφορετικό βαθμό) να οικοδομήσουν τις διαδικασίες βάσης και να διεξάγουν μία ολομέτωπη αντιπαράθεση με την κυβέρνηση και την πολιτική της, τελικά ακολούθησαν αντιφατική πορεία και  δεν κατάφεραν να εκφράσουν μια συγκροτημένη κατεύθυνση συγκρότησης «αντικαπιταλιστικού πόλου» εντός και εκτός ΕΑΑΚ. Σε αυτή την προσπάθεια φάνηκε να ηγεμόνευσαν οι δυνάμεις της αναρχίας και της αυτονομίας οι οποίες δεν συμμετέχουν στις εκλογές, αλλά ούτε και εκείνες φάνηκε να μπορούν να σταθούν πολιτικά σε ανοιχτές σχολές το διάστημα εκείνο που η είσοδος της πανεπιστημιακής αστυνομίας δεν ήταν στον άμεσο ορίζοντα.

7. Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι μέσα από το αποτέλεσμα των φοιτητικών εκλογών εκφράστηκε μαζικά μία ψήφος διαμαρτυρίας. Σίγουρα δεν είναι ένα αποτέλεσμα που δίνει αυτοπεποίθηση στην κυβέρνηση και επιβεβαιώνει ότι η προσπάθεια για την εγκατάσταση της ΟΠΠΙ, δεν θα είναι ομαλή και αναίμακτη. Έχουμε δει τους περιορισμούς που θέτουν στο κίνημα οι δυνάμεις της αριστεράς που ενισχύθηκαν περισσότερο. Ταυτόχρονα όμως, οι αγωνίστριες και οι αγωνιστές της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και οι ανένταχτες-οι φοιτήτριες-ες να αντλήσουν αυτοπεποίθηση για νέους αγώνες αφού φαίνεται πως ο αντίπαλος δεν είναι ούτε άτρωτος ούτε πανίσχυρος.

8. Αυτή την στιγμή πυροδοτείται ένα σκηνικό έντασης από την κυβέρνηση με ακραία δολοφονική καταστολή και εξαγγελίες για άνευ προηγουμένου αντιδημοκρατικές αλλαγές στη διάρθρωση του πανεπιστημίου. Η άνοδος της κινηματικής δραστηριότητας και η συσπείρωση δυνάμεων που παρατηρείται σε τέτοιες φάσεις ευνοεί την πόλωση εναντίον της κυβέρνησης αλλά όχι την εξαγωγή συμπερασμάτων σε σχέση με την στρατηγική του κεφαλαίου, ούτε απαραίτητα την συλλογική οργάνωση μακροπρόθεσμα και την αντικαπιταλιστική στράτευση των αγωνιστών και των αγωνιστριών. Χρειάζεται ενιαία δράση των αγωνιστικών δυνάμεων για την αντιμετώπιση της ακραίας καταστολής αλλά και η ετοιμότητα των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων να ανταπεξέλθουν αντιμέτωπες με μία επίθεση φαινομενικά πιο ήπιας έντασης.

9. Σε αυτή την συγκυρία η πληττόμενη νεολαία και η εργατική τάξη απειλούνται από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, του πολέμου και της περιστολής των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Η κινητοποίηση μας μπορεί να αποτελέσει καταλύτη για την ενίσχυση του μαζικού κινήματος, περαιτέρω οπισθοχώρηση των σχεδιασμών της κυβέρνησης, ακόμα και αποδυνάμωση της αστικής εξουσίας, ιδιαίτερα εφόσον οι αντιφάσεις του ελληνικού καπιταλισμού συσσωρεύονται σε πολλαπλά μέτωπα και η δυσαρέσκεια της νεολαίας και των εργαζομένων αδυνατεί να εκτονωθεί ομαλά. Θα πρέπει οι αντικαπιταλιστικές δυνάμεις να έχουν το θάρρος να διατυπώσουν μια εναλλακτική πρόταση για το πως θα δοθεί η μάχη σε αυτή την ζοφερή πραγματικότητα, χωρίς αυτοαναφορικό σεχταρισμό, αλλά διαχωρίζοντας την θέση τους σε όλα τα επίπεδα από τις δυνάμεις που δρουν μέσα στο κίνημα απλά για “να φύγει η δεξιά” και τελικά να έρθει η “αριστερά” που θα κάνει τα ίδια, για “να ενισχυθεί το κόμμα” αλλά τελικά να μην κάνει τίποτα. Υπό αυτή την έννοια, μένει να κριθεί αν το αποτέλεσμα των εκλογών είναι οιωνός της απογοήτευσης στην οποία θα οδηγήσουν το κίνημα οι ρεφορμιστικές και γραφειοκρατικές δυνάμεις, ή να θα συγκροτηθεί μία νέα πρωτοπορία η οποία θα πατήσει σε αυτό το θετικό κλίμα και θα οδηγήσει το κίνημα σε νίκες.

Συμβολή της φοιτητικής ομαδας της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος στο πανελλαδικό συντονιστικό των σχημάτων της ΕΑΑΚ 15-16/4/2022

Μαΐου 09, 2022

Στις 12 Φλεβάρη του προηγούμενου χρόνου ψηφίστηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ, με τη στήριξη της Ελληνικής Λύσης, ο νόμος Κεραμέως - Χρυσοχοϊδη. Αυτή είναι αναμφισβήτητα η μεγαλύτερη πρόκληση που είχαμε να αντιμετωπίσουμε μέσα σε άκρως αντίξοες συνθήκες. Ένας νόμος που ήρθε να αλλάξει άρδην το τοπίο στην τριτοβάθμια, με την πανεπιστημιακή αστυνομία, την ελεγχόμενη είσοδο στα ιδρύματα, τις διαγραφές -όρια φοίτησης και την ελάχιστη βάση εισαγωγής. Ένα χρόνο μετά, μπορούμε να πούμε ότι το περσινό φοιτητικό κίνημα πέτυχε σημαντικές νίκες σε μια περίοδο που προηγουμένως χαρακτηριζόταν από αδράνεια για το κίνημα συνολικά. Κατάφερε να μπλοκάρει την άμεση εγκατάσταση της πανεπιστημιακής αστυνομίας στις σχολές, δίνοντάς μας την άνεση χρόνου να αντιπαρατεθούμε με αυτό το μέτρο με ανοιχτές σχολές και σε επαφή με την φοιτητική νεολαία. Πέρα από την αναβολή της εγκατάστασης της ΟΠΠΙ, το περσινό φοιτητικό κίνημα ήταν εκείνο που έσπασε στην πράξη την απαγόρευση διαδηλώσεων εν μέσω καραντίνας (αμφισβητώντας στην πράξη τον νόμο για τον περιορισμό των διαδηλώσεων). Έτσι έδωσε τη δυνατότητα και στο υπόλοιπο κίνημα να ξαναβγεί στο δρόμο (βλ. κίνηση αλληλεγγύης στον απεργό πείνας Κουφοντίνα, μέχρι τις φεμινιστικές κινητοποιήσεις και τις αντι-κατασταλτικές πορείες στις γειτονιές).

Ενάντια σε αυτό το νόμο, το κίνημα αναπτύχθηκε στη Θεσσαλονίκη με μεγαλύτερη μαζικότητα, μαχητικότητα και διάρκεια από ότι στην Αθήνα για λόγους που έχουν να κάνουν με τη στάση των πρωτοπόρων πολιτικών δυνάμεων, όπως αυτές αναδείχθηκαν μέσα από το ίδιο το κίνημα. Η αύξηση της έντασης στην αντιπαράθεση με την κυβέρνηση και το κράτος προφανώς δεν αρκεί για τη μαζικοποίηση του κινήματος: οι διαδικασίες βάσεις, οι μαζικότατες ΓΣ που γίνονταν για εβδομάδες και η δημιουργία κέντρων αγώνα μέσα από ανοιχτά πλαίσια σε μια περίοδο επανοικειοποίησης του δημόσιου χώρου εν μέσω λοκνταουν έπαιξαν τον καθοριστικό ρόλο στην εμπλοκή και εν τέλει πολιτικοποίηση του αγωνιστικού μπλοκ.

Στην Αθήνα, προσπαθήσαμε να ακολουθήσουμε μία παρόμοια μεθοδολογία όσον αφορά την δράση μας στο ΕΜΠ. Βλέποντας ότι για μήνες οι Γενικές Συνελεύσεις δεν έχουν απαρτία και εκτιμώντας ότι υπάρχει κόσμος από διαφορετικούς συλλόγους του ΕΜΠ (φοιτητές, μεταπτυχιακοί, εργαζόμενοι, εστιακοί) που έχει διάθεση να αναλάβει δράση, συμμετείχαμε στην δημιουργία της Ανοιχτής Συνέλευσης Πολυτεχνείου. Η σημαντικότερη κίνηση στην οποία προχωρήσαμε ήταν η δεκαήμερη κατάληψη της πρυτανείας του ΕΜΠ, καταφέρνοντας να είναι μια κίνηση όσο το δυνατόν πιο εξωστρεφή και κοινωνικά γειωμένη, με εκδηλώσεις, συζητήσεις κ.ά., και έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στο να σπάσει το λοκ-άουτ του κάτω πολυτεχνείου. Ουσιαστικά η κατάληψη της πρυτανείας του ΕΜΠ είχε μια διπλή στόχευση, την οποία θεωρούμε ότι πετύχαμε: Από την μία αποτέλεσε μία αντεπιθετική κίνηση κλιμάκωσης από την μεριά του ΦΚ που αμφισβητούσε την σιγουριά της κυβέρνησης ότι θα καταφέρει να φέρει την ΟΠΠΙ στις σχολές μας. Από την άλλη επανοικειοποιηθήκαμε τον δημόσιο χώρο της Πολυτεχνειούπολης. Έτσι, φτάνοντας στην 15η Απρίλη, στο άτυπο ραντεβού όπου θα γινόταν η εγκατάσταση της ΟΠΠΙ, καταφέραμε να είμαστε σε κατειλημμένα ιδρύματα και πρυτανείες σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Βόλο και Ιωάννινα, δείχνοντας έμπρακτα πως δεν θα ανεχτούμε σε καμία περίπτωση την εφαρμογή του νόμου. Θεωρούμε λάθος την απόφαση της πλειοψηφίας των σχημάτων και των οργανώσεων της ΕΑΑΚ να λείπουν από αυτό το κάδρο κινήσεων που αναπτύχθηκαν.

Εάν θέλουμε να μιλήσουμε για μια σοβαρή αποτίμηση του περσινού φοιτητικού κινήματος με ειλικρινείς όρους, θα πρέπει να παραδεχτούμε το εξής: για πρώτη φορά μετά από χρόνια τα σχήματα της ΕΑΑΚ δεν ήταν εκείνα που χάραξαν και έβαλαν την κατεύθυνση στο κίνημα. Είτε είχαν τον ρόλο ουράς άλλων δυνάμεων, είτε βρέθηκαν εκτός των εξελίξεων και των σημαντικών γεγονότων. Στη Θεσσαλονίκη, τον βασικό ρόλο έπαιξαν ελευθεριακά/ αυτόνομα σχήματα και ανένταχτος κόσμος ο οποίος συσπειρώθηκε γύρω από τα ανοιχτά αγωνιστικά πλαίσια, ενώ στην Αθήνα την ηγεμονία είχε από ένα σημείο και μετά η ΚΝΕ, τραβώντας πίσω της σχήματα ΕΑΑΚ.

Είναι γνωστό πως τα τελευταία χρόνια η ΚΝΕ προσπαθεί να παρέμβει στη βάση της ΕΑΑΚ, εκμεταλλευόμενη την κρίση στο εσωτερικό του μορφώματος και, ακολουθώντας την κεντρική τακτική του ΚΚΕ, κάνει ανοίγματα για μετωπική δράση. Στα φοιτητικά αυτό ξεκίνησε το φθινόπωρο του ‘19 στα κοινά πλαίσια και συντονιστικά, και εντάθηκε πέρσι με τον συντονισμό ΦΣ Αθήνας και τους συντονισμούς Συλλογικών Φορέων σε επίπεδο ιδρυμάτων.  Τις πρώτες εβδομάδες μετά την εξαγγελία του νόμου, αυτή η τακτική αποδείχτηκε επιτυχημένη καθώς η συγκυρία ήταν τέτοια που δεν υπήρχε δυνατότητα για παρέμβαση και έπρεπε να υπάρξει μια συνεργασία δυνάμεων για να είναι εφικτή η παρουσία στον δρόμο. Έπειτα όμως λειτούργησε ως ανασταλτικός παράγοντας στην εξέλιξη των κινητοποιήσεων. Ο Συντονισμός Συλλογικών φορέων λειτούργησε σαν ένα γραφειοκρατικό δευτεροβάθμιο όργανο που επέβαλε δράσεις χαμηλής έντασης και συντήρησης δυνάμεων στις - λίγες - γενικές συνελεύσεις που γίνονταν, αντί να τροφοδοτείται από αυτές.

Σήμερα η κυβέρνηση λέει ότι η ΟΠΠΙ θα τοποθετηθεί το καλοκαίρι σε τρία ιδρύματα όπου θα καθιερωθεί και η ελεγχόμενη είσοδος. Ταυτόχρονα η κυβέρνηση ξεκίνησε να μιλάει ήδη από τον Νοέμβριο για νέο νόμο πλαισιο για την τριτοβάθμια. Με πρωτοβουλία του ιδρύματος Μποδοσάκη παρουσιάστηκε τον Νοέμβριο στο Μέγαρο Μουσικής το «Σχέδιο δράσης για το Πανεπιστήμιο του 2030» της “Επιστημονικής” Επιτροπής για το Πανεπιστήμιο, που βάζει τις βασικές κατευθύνσεις για ένα νέο “σαρωτικό νόμο -πλαίσιο για τα ΑΕΙ”, όπως περιγράφεται, ο οποίος δεν έχει κατατεθεί ακόμα.

Το βασικό που έρχεται να αλλάξει στο πανεπιστήμιο είναι ο τρόπος που είναι διαρθρωμένα τα προγράμματα σπουδών, με σκοπό να γίνουν πιο “ευέλικτα” και να μη συνδέονται με συγκεκριμένα επαγγελματικά δικαιώματα. Θέλουν να διαμορφώσουν ένα εργατικό δυναμικό με ακόμα λιγότερα δικαιώματα, ακόμα πιο κατακερματισμένο, εξειδικευμένο και άρα αποδυναμωμένο. Το ότι τα προγράμματα σπουδών γίνονται πιο “ευέλικτα” μεταφράζεται στο ότι θα προσαρμόζονται συνεχώς στις ανάγκες της αγοράς, δημιουργώντας αποφοίτους αναλώσιμους, με ημερομηνία λήξης, αξιοποιήσιμους μέχρι να έρθει η επόμενη τάση στην αγορά. Με τον κατακερματισμό του προγράμματος σπουδών προωθείται και η de facto διάσπαση των κύκλων σπουδών, φέρνοντας πιο κοντά το στόχο της διάσπασης των πτυχίων σε 3+2 ή 4+1, και μαζί τα δίδακτρα -διαδικασία που βρίσκεται σε διαφορετική φάση στα διάφορα ιδρύματα.

Ενώ οι αρχικές διαρροές εστίαζαν αρκετά και στην επαναφορά των Συμβουλίων Ιδρύματος βλέπουμε αυτή η πτυχή να πηγαίνει πίσω, λόγω των αντιδράσεων μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας (καθηγητών, μελών ΔΕΠ, κλπ). Ωστόσο, βλέπουμε στα δημοσιεύματα στον Τύπο να γίνονται αναφορές στην θέσπιση “εκτελεστικού διευθυντή των ΑΕΙ (μάνατζερ), που θα είναι άτομο το οποίο μπορεί να προέρχεται από προσωπικό του ιδρύματος ή άλλον δημόσιου φορέα”. Βλέπουμε, δηλαδή, με πρόφαση την τεχνοκρατική και διαφανή λειτουργία του πανεπιστημίου, να γίνεται στην πραγματικότητα απευθείας παρέμβαση ακόμα και με εξωπανεπιστημιακές δομές, έτσι ώστε να εφαρμόζονται σε κάθε φάση οι κατευθύνσεις της εκάστοτε κυβέρνησης και της αγοράς.

Τέλος, στον απόηχο της ΕΒΕ και του κλίματος που δημιούργησε, με πολλά τμήματα και σχολές να έχουν ελάχιστους ή ακόμα και μηδενικούς εισακτέους πέρσι, βλέπουμε να προωθείται η συγχώνευση και το κλείσιμο τμημάτων. Αυτό πρόκειται για μια ξεκάθαρη υποβάθμιση της δημόσιας δωρεάν τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς είναι προφανές πως οι ανάγκες που καλύπτονταν από τα τμήματα που θα κλείσουν, θα καλύπτονται πλέον από αντίστοιχα ιδιωτικά.

Στην παρούσα φάση φαίνεται το πανελλαδικό συντονιστικό των σχημάτων της ΕΑΑΚ να είναι μία διαδικασία εσωτερικής κατανάλωσης που θα είναι η επικύρωση της προειλημμένης απόφασης του κοινού κατεβάσματος με την ΑΡΕΝ. Μια απόφαση που ήδη έχει αρχίσει να υλοποιείται μάλιστα. Η κριτική μας στην άνευ όρων μετωπικότητα της αριστεράς είναι πάγια αλλά με βάση την περσινή εμπειρία είναι ελλιπής καθώς οι επιλογές που έκανε η ΕΑΑΚ την έφεραν σε μία θέση μέσα στο κίνημα που αποτελεί τομή τόσο για την ίδια όσο και για το κίνημα.

Αν ο χάρτης τον πολιτικών δυνάμεων που διαμορφώνεται μέσα στο πανεπιστήμιο έχει από την μία τα ελευθεριακά/αυτόνομα σχήματα - που την μία μέρα είναι τα πιο μαχητικά και την άλλη μέρα εξαφανίζονται - και από την άλλη υπάρχει η ΚΝΕ που υπερασπίζεται την οργανωμένη πάλη και τα κεκτημένα του Φ.Κ αλλά σταθερά αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στην ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας, τότε το αντίβαρο σε αυτό τον διπολισμό δεν μπορεί να είναι μια παναριστερή σούπα που δεν έχει να προσφέρει τίποτα ούτε σε περιεχόμενο ούτε σε δράση. Δεν θα μπορεί να δώσει διέξοδο στο ριζοσπαστικό δυναμικό που εγκολπώνει το οποίο θα καταλήξει να ελπίζει απλώς στην κυβερνητική εναλλαγή. Η ΕΑΑΚ πέρσι βρέθηκε αντιμέτωπη με μία από τις πιο κρίσιμες προκλήσεις του Φ.Κ και ξεπεράστηκε από αυτές τις δυνάμεις. Οι αντικαπιταλιστικές δυνάμεις εντός της δεν κατάφεραν να προβάλουν κάποιο αντιπρόταγμα. Αν φέτος, στις πρώτες φοιτητικές εκλογές μετά από τρία χρόνια, δεν υπάρξει μία έστω και μειοψηφική αλλά υπαρκτή και αυτοτελής αποτύπωση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, τότε αυτό θα σημάνει μία πολύ μεγάλη υποχώρηση που θα την θέσει στην πλήρη αφάνεια.

Για να προχωρήσουμε μέσα στις σχολές,  είναι σημαντικό να καταφέρουμε να έχουμε την δική μας διακριτή πολιτική κατεύθυνση, η οποία περιγράφεται από κάποιες βασικές αρχές τις οποίες πρέπει να επαναλάβουμε και να προσπαθήσουμε να υλοποιήσουμε. Η πρώτη και κύρια είναι η αρχή της αυτο-οργάνωσης, η δυνατότητα να αποφασίζουν τα σχήματα και οι σχηματίες τους για τους εαυτούς τους, μέσα από τις ανοιχτές τους διαδικασίες, οι οποίες πρέπει να είναι εξωστρεφείς, δημοκρατικές και συμπεριληπτικές. Επιπλέον, η κατεύθυνση του κινήματος πρέπει να αποφασίζεται από την βαση του κόσμου και όχι στα διοικητικά συμβούλια και σε γραφειοκρατικές διαδικασίες. Οι γενικές συνελεύσεις έχει αποδειχθεί πως είναι το πιο ισχυρό όχημα και στόχος μας είναι να ενδυναμωθούν. Όταν όμως αντικειμενικά δεν μπορούν να λειτουργήσουν (βλ. μέσα στο λοκνταουν σε πολλές σχολές) θα πρέπει να βρίσκουμε άλλους τρόπους να συσπειρώνουμε τους φοιτητές και τις φοιτήτριες στην βάση.

Όσον αφορά τις συνεργασίες στο πεδίο της κοινής δράσης, η περσινή εμπειρία έχει δείξει πως η κινηματική συμπόρευση με κομμάτια εκτός ΕΑΑΚ, κομμάτια της αναρχίας και της αυτονομίας δηλαδή, όχι μόνο είναι δυνατή, αλλα σε πολλές περιπτώσεις και προωθητική. Όταν μάλιστα αυτές οι δυνάμεις ανοίγουν τα ζητήματα των γενικών συνελεύσεων, της σύνδεσης των φοιτητικών με τα κεντρικοπολιτικά, η συμπόρευση μαζί τους μπορεί να είναι εξαιρετικά προωθητική. Αυτόνομα και ελευθεριακά σχήματα στην Θεσσαλονίκη κυρίως, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις και βοήθησαν στην μαζικοποίηση του κινήματος.

Δεν παραβλέπουμε σε καμία περίπτωση τις αντιφάσεις που διέπουν και αυτούς τους χώρους. Η αναρχία και η αυτονομία όταν μιλούν για “αδιαμεσολάβητους αγώνες” εννοούν την άρνηση του οργανωμένου αγώνα και την υποταγή στο αυθόρμητο. Ανά στιγμές μπορούν να εκφράσουν την αγωνιστική διάθεση του κόσμου και να οδηγήσουν το κίνημα στο να πετύχει νίκες, αλλά δεν μπορούν να δημιουργήσουν ένα συνεχές που θα παίρνει τις αγωνιστικές εμπειρίες και θα τις κάνει κεκτημένα του κινήματος. Δεν μπορούν να συμβάλουν στο να αλλάξει ο συσχετισμός δύναμης μακροπρόθεσμα. Άλλα συμπτώματα αυτής της κατεύθυνσης μπορούμε να εντοπίσουμε στην απαξίωση των μαζικών διαδικασιών και την προώθηση των ατομικών “ακτιβισμών”, στο μεγάλο κενό γνώσης και επιθυμίας να κάνουν ουσιαστικό συνδικαλισμό στις σχολές και όχι απλώς προπαγάνδα καθώς και στην έλλειψη πολλές φορές ανάλυσης για τον ίδιο τον ρόλο του πανεπιστημίου. Για αυτό το λόγο βλέπουμε άλλωστε, μετά από ένα μεγάλο φούσκωμα αυτών των σχημάτων, να μην καταφέρνουν συχνά να πολιτικοποιήσουν τον κόσμο και να δημιουργήσουν ένα σταθερό αγωνιστικό μπλοκ. Εκεί έρχεται ο ρόλος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς να μην δείξει φοβικότητα αλλά αντίθετα να επιδιώξει την κοινή δράση και συνεργασία σε συγκεκριμένα επίδικα και να πολιτικόποιήσει το κίνημα ένα βήμα παραπέρα.

Το ερώτημα που προκύπτει, είναι πώς το φοιτητικό κίνημα θα καταφέρει να επαναμαζικοποιηθεί, να θέσει ανάχωμα στους ήδη ψηφισμένους νόμους αλλά και στους επόμενους που φέρνει η κυβέρνηση. Το φοιτητικό κίνημα είναι αυτό που μπορεί να εκπληρώσει τον ιστορικό του ρόλο ως πυροκροτητής ευρύτερων κοινωνικών αναταράξεων, για αυτόν τον λόγο στην συγκεκριμένη συγκυρία είναι τρομερά απαραίτητο ο λόγος μας να είναι σαφώς αντικαπιταλιστικός, φεμινιστικός, αντιπολεμικός. Τα προηγούμενα χρόνια έχουμε καταφέρει να πετύχουμε επιμέρους νίκες απέναντι σε πτυχές των νομοσχεδίων, παρόλα αυτά οι νίκες αυτές δεν ήταν συνολικές και υπάρχει ακόμα δρόμος να διανύσουμε. Ο λόγος για τον οποίο δεν το καταφέραμε, και ο τρόπος για να το καταφέρουμε στην συνέχεια, είναι η ανάδειξη (και η απουσία έως τώρα) μιας νέας πρωτοπορίας του φοιτητικού κινήματος, ανεξάρτητη και με σαφή αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά.

Από το Blogger.