Την
Πέμπτη 25/10, κατά τη διάρκεια του
συντονιστικού ΕΑΑΚ στη Θεσσαλονίκη,
γίναμε για άλλη μια φορά αυτόπτες
μάρτυρες κινήσεων έντονης βίας και
στρατιωτικής επιβολής στο εσωτερικό
του μορφώματος με πρωτοπόρα τα μέλη της
ΑΡΑΣ. Κατά τη διάρκεια των πρώτων
τοποθετήσεων στο συντονισιτκό, τα μέλη
της ΑΡΑΣ εμφανίστηκαν με τον συνηθισμένο
–πλέον- τρόπο στη διαδικασία (για λόγους
αυτοπροστασίας από την ΑΡΙΣ όπως δήλωσαν
οι ίδιοι) οδηγώντας σε εντάσεις, διακοπή
της ροής και απαίτηση των υπόλοιπων σ/σ
για απομάκρυνση των καδρονιών ως
προϋπόθεση για να συνεχιστεί η διαδικασία.
Παρά το γεγονός ότι η ΑΡΑΣ (…και τα
καδρόνια) αποχώρησαν εν τέλει από τη
διαδικασία, η προσπάθεια διάλυσης δεν
τελείωσε εκεί. Μετά την αποχώρηση της
ΑΡΑΝ από το συντονιστικό, η ΑΡΑΣ επιχείρησε
την επιστροφή της στο χώρο της διαδικασίας,
με αναβαθμισμένου τύπου εξοπλισμό, που
και ο πιο αφελής καλοπροαίρετος άνθρωπος
δε θα πειθόταν ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί
για αμυντικούς λόγους. Η σύγκρουση
που ακολούθησε από εκείνη τη στιγμή και
μετά, είναι κάτι περισσότερο από
κατακριτέα και επικίνδυνη για τα μέλλον
των σχημάτων της επαναστατικής αριστεράς.
Πρώτη
φορά στα χρονικά, μία δύναμη καταφέρνει
να διακόψει και να διαλύσει συντονιστικό
των σχημάτων. Η προσπάθεια επίλυσης των
διαφωνιών με οργανωτικού και στρατιωτικού
τύπου λογικές, βρίσκεται πολύ μακρυά
από την αντιπαράθεση πολιτικών σχεδίων
που θα δοκιμάζονται στις μάζες, θα
αποτιμώνται, και θα κρίνονται ως τέτοια.
Μέσω αυτής της καταγγελίας, προσπαθούμε
να αναδείξουμε την αναγκαιότητα να
ξεφύγουμε από λογικές «μαγαζιού»,
οργανωτικής επιβολής, στρατιωτικού
τύπου αντιπαράθεση. Πρέπει να μείνει
σαν κεκτημένο από όλη αυτή την ιστορία,
όχι ότι απλά καταδικάσαμε τα ξύλα και
την βία, αλλά ότι δεσμευόμαστε να μην
επιτρέψουμε να ξανασυμβούν. Απαιτούμε
από κάθε οργανωμένη αντίληψη να
λογοδοτήσει στα σχήματα για τα “ραντεβού
θανάτου” που έδωσε την εκάστοτε φορά,
για όλες τις φορές που μετέφερε την
οργανωτική αντιπαράθεση με γηπεδικούς
όρους, στους συλλόγους και τα σχήματα.
Τέτοια περιστατικά δεν είναι απλά ατυχή.
Μετατρέπουν αγωνιστές και αγωνίστριες
από πολιτικά όντα που παλεύουν συνειδητά,
οργανωμένα, ακόμα με τους αναγκαίους
συγκρουσιακούς όρους, σε οπαδούς
πολιτικών γραμμών που η βία δεν είναι
πια μέσο αλλά σκοπός. Αυτή η βία είναι
μακρυά από το πεδίο της ταξικής πάλης
και μας περιθωριοποιεί από τον κόσμο
που θέλουμε να εκφράσουμε.
Από
αυτό και μόνο φαίνεται ότι απέναντι σε
τέτοιες λογικές δεν αρκεί ούτε η
καταγγελία από κάθε οργανωμένη αντίληψη,
ούτε η συνέχιση της οργανωτικής
αντιπαράθεσης μέχρι την εξόντωση. Είναι
ξεκάθαρο ότι
μια συγκεκριμένη οργάνωση, η ΑΡΑΣ, είναι
που κάθε φορά
πρωτοστατεί στην πρόκληση βίαιων
σκηνικών. Είναι
επίσης ξεκάθαρο ότι η συγκεκριμένη
οργάνωση προσπαθεί, αυξάνοντας συστηματικά
μια απολίτικη και όλο και συχνότερα
βίαιη πόλωση, να εξυπηρετήσει ένα
συγκεκριμένο κεντρικό πολιτικό σχέδιο
μέσα στα φοιτητικά αμφιθέατρα. Απέναντι
σε αυτό, βέβαια, δεν
μπορούμε να υποστηρίξουμε με κανένα
τρόπο ότι η αντεκδίκηση είναι η απάντηση
και ο τρόπος με τον οποίο θα επιλύονται
οι διαφωνίες. Τέτοιες λογικές, οφείλουν
να απομονωθούν από τις διαδικασίες και
τους κοινωνικούς μας χώρους, αν θέλουμε
να μιλάμε για σχήματα που προσπαθούν
να στρατεύουν νέους και νέες αγωνιστρές/ριες
που αντιλαμβάνονται τα καθήκοντά τους
ως κάτι παραπάνω από χουλιγκανισμό,
τραμπούκισμα και επιβολή.
Κάθε
οργάνωση και τάση πρέπει να δεσμευτεί
απέναντι στα σχήματα, τόσο για τις
διαδικασίες τους, όσο και για τους
συλλόγους στους οποίους παρεμβαίνουν,
στους οποίους οι τραμπούκοι δε δίστασαν
να εκθέσουν την «πολιτική» τους πρακτική.
Δεν γίνεται
η ενδοαριστερή βία να σχετικοποιείται,
δηλαδή να κάνουμε απλοϊκές συγκρίσεις
τύπου “και με τους μπάτσους τις παίζουμε”
ή να λέμε ότι όποιος οριοθετείται από
τέτοιες συμπεριφορές “καταδικάζει την
βία από όπου κι αν προέρχεται” όπως οι
δεξιοί. Όπως δεν γίνεται και οργανώσεις
που έχουν δεχτεί στο παρελθόν οι ίδιες
αντίστοιχη ενδοκινηματική βία σήμερα
να σχετικοποιούν τις ευθύνες, στο όνομα
των κεντρικοπολιτικών τους συγγενειών.
Κλείνοντας
το κομμάτι της καταγγελίας απέναντι
στην προσπάθεια της ΑΡΑΣ να διαλύσει
τη διαδικασία του συντονιστικού
Θεσσαλονίκης και την οργανωτίστικη
συνέχεια που δόθηκε, οφείλουμε να πάμε
την κουβέντα ένα βήμα παραπέρα. Η
κατάσταση είναι δυναμική. Πρέπει να
δούμε την κατάσταση επαναπροσδιορισμού
κάποιων οριοθετήσεων στο εσωτερικό του
μορφώματος, ως κινητικότητα προτού
σταθεροποιηθούμε σε μια νέα θέση. Το
ζήτημα είναι ποια θέση θα είναι αυτή.
Με λίγα λόγια, αν η επόμενη μέρα, θα βρει
την αντικαπταλιστική αριστερά, αν όχι
ενδυναμωμένη, τουλάχιστον διακριτή
και χρήσιμη ούτως ώστε να έχει τα εργαλεία
και την αυτοτέλεια να διαμορφώσει
περιεχόμενο και σχέδιο για το κίνημα.
Η άλλη περίπτωση είναι να την βρει
περιθωριοποιημένη, διασπασμένη και
ενοποιημένη κάτω από πολιτικές ομπρέλες
δίχως περιεχόμενο, που θα τα λένε όλα
και τελικά δεν θα λένε τίποτα. Προτάσεις
που δεν βλέπουν έτσι την κατάσταση θα
οδηγήσουν σε νέες υποχωρήσεις, νέες
ήττες και απογοητεύσεις του ανένταχτου
δυναμικού των σχημάτων ή και οργανώσεων.
Ακριβώς γι’ αυτό, είναι καιρός να πάμε
την κουβέντα ένα βήμα παραπέρα ως προς
το περιεχόμενό της. Και αυτό δε θα γίνει,
αν συνεχίζουμε να προτάσσουμε είτε τις
μετωπικές λογικές χωρίς κανένα περιεχόμενο
ως λύση, είτε την παραταξιοποίηση ως
τρόπο αντιμετώπισης της κρισιακής
κατάστασης στο εσωτερικό μας. Όσο κι αν
προσπαθούμε να εφευρίσκουμε πρακτικές
λύσεις, αυτές δεν θα καταφέρουν να
απαντήσουν στα πολιτικά ερωτήματα που
μπαίνουν και να μας πάνε ένα βήμα πιο
μπροστά.
Αν
θέλουμε λοιπόν να συζητήσουμε για
απομόνωση λογικών, επανίδρυση των
σχημάτων κλπ θα πρέπει να βάλουμε στην
κουβέντα πολιτικά κριτήρια και να
σταματήσουμε να κλείνουμε τα μάτια στα
αντιπαραθετικά σχέδια που υπάρχουν στο
εσωτερικό μας. Θα πρέπει να αναπτύξουμε
το σχέδιο που έχει ως άξονα το κίνημα
και την ριζοσπαστικοποίηση του, στην
βάση ενός ανατρεπτικού πολιτικού
περιεχομένου και να απομονώσουμε μια
λογική διαχειριστική και συνδιαχειριστική.
Αυτή είναι η λογική που από την μία
έβλεπε “νίκες” σε νομοσχέδια του ΣΥΡΙΖΑ
για να μας κάνει ακολουθητές του, και
από την άλλη στο κίνημα έβλεπε μόνο
“ήττες” για να επιβάλει συνεργασίες
με τον ρεφορμιστικό χώρο. Ένα σχέδιο
που έχει ως προϋπόθεση να υπάρχει μια
ρευστή κατάσταση στην αντικαπιταλιστική
αριστερά, να μην μπορεί δηλαδή αυτή να
χαράξει ένα καθαρό, ανεξάρτητο και
διακριτό πολιτικό σχέδιο.
Ταυτόχρονα
όμως, πρέπει να αποτιμήσουμε και κάτι
άλλο. Εδώ και δυόμιση χρόνια η αδράνεια
έπαιρνε την θέση της αναγκαίας πολιτικής
αντιπαράθεσης, αποδόμησης και εκτοπισμού
ενός τέτοιου διαχειριστικού σχεδίου.
Πρέπει να αποτιμήσουμε αυστηρά την
συνειδητή επιλογή να δοθεί χώρος σε
αυτές τις αντιλήψεις. Οι μεσοβέζικες
λύσεις που ντύθηκαν με δήθεν αριστερά
περιτυλίγματα και στο πίσω μέρος του
μυαλού είχαν την ενότητα για την ενότητα.
Η απόδοση των προβλημάτων στις οργανωτικές
ελλείψεις που παραβλέπουν τα πολιτικά
προβλήματα. Η φίμωση και το κουκούλωμα
των διαφωνιών “προς αποφυγήν της
εσωστρέφειας”. Όποιος και όποια ακόμα
θεωρεί ότι σε αυτή τη φάση, ο κατευνασμός,
οι ίσες αποστάσεις, το να λέμε κάτι και
να εννοούμε κάτι άλλο, να λέμε κάτι και
να πράττουμε κάτι άλλο κτλ είναι χρήσιμα,
θα είναι συνυπεύθυνος/η για την περαιτέρω
κλιμάκωση της διάλυσης. Κάτι τέτοιο θα
αποβεί μοιραίο για την ύπαρξη της
αντικαπιταλιστικής αριστεράς στα
πανεπιστήμια.
Ο
ρόλος μας αυτή τη στιγμή δεν είναι ούτε
να συνεχίσουμε την οργανωτική
αντιπαράθεση, ούτε να μιλήσουμε για τα
ΕΑΑΚ αξιακά και συναισθηματικά, στα
πλαίσια μιας επανίδρυσης. Ο ρόλος μας
είναι να εκφράσουμε τον σχεδιασμό μας
για το επόμενο διάστημα, και πάνω σε
αυτόν να υπάρξουν οι αναγκαίες ρήξεις
με όποια αντίληψη (και όποια οργάνωση)
δεν χωράει σε αυτή τη λογική. Μέσα από
μια τέτοια λογική, θα μπορέσουμε να
μιλήσουμε για σχήματα που είναι επιτέλους
χρήσιμα για τις ανάγκες της πληττόμενης
πλειοψηφίας. Σχήματα που δουλεύουν
στους συλλόγους, αποτιμούν, επαναπροσδιορίζουν
κ.ο.κ. Σχήματα που εκφράζουν αυτοτελώς
την αντικαπιταλιστική αριστερά στα
πανεπιστήμια και βρίσκονται στο δρόμο
με όλες τις αριστερές δυνάμεις. Οποιαδήποτε
αντίληψη δεν θέλει να συζητήσει πάνω
στο σχεδιασμό του επόμενου διαστήματος,
μπορεί να μην το κάνει.