Ε.Α.Α.Κ.
φοιτητικό κίνημα
Και επαγγελματικά δικαιώματα χάσαμε, και αλυσίδες βάλαμε, είχαμε πρόγραμμα (σπουδών).
Oι μεταρρυθμίσεις
στον χώρο της παιδείας αποτελούν πάγια ασχολία της εκάστοτε κυβέρνησης
προκειμένου να εκμεταλλευτούν με τον χειρότερο τρόπο το μελλοντικό εργατικό
δυναμικό. Χρονική τομή της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης αποτελεί η υπογραφή της
συνθήκης της Μπολόνια τη δεκαετία του ’90 όπου εισάγονται οι βασικές
κατευθύνσεις της ΕΕ για τα ζητήματα της εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων.
Ο νόμος-πλαίσιο Γιαννάκου (2007), ο νόμος για τη Δια Βίου
Μάθηση (2010), ο νόμος-πλαίσιο Διαμαντοπούλου (2011) και ο
πιο πρόσφατος νόμος Αρβανιτόπουλου (ο «αναβαπτισμένος» ν.
Διαμαντοπούλου-2012) καθορίζουν τη φύση και τη λειτουργία του πανεπιστημίου,
τις συνθήκες σπουδών και το εργασιακό μέλλον που προετοιμάζουν. Μία αναμενόμενη
απόπειρα εφαρμογής των πτυχών της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης έρχεται με την
αλλαγή του προγράμματος σπουδών ανά σχολές, μια συνταγή που ευθυγραμμίζεται με
τις κατευθύνσεις του 3ου μνημονίου, τις γραμμές της ΕΕ και την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ. Οι
συγκεκριμένες αλλαγές έρχονται σαν συνέχεια όλων των νομοσχεδίων για την
παιδεία των τελευταίων χρόνων, με πάγιες αιχμές την αποστίχοιση των
επαγγελματικών δικαιωμάτων από το πτυχίο σε μια κατεύθυνση εξειδίκευσης και
συνεχούς επανακατάρτισης, τη διάσπαση των πτυχίων και των κύκλων σπουδών και
την επιβολή διδακτικών μονάδων σε μια λογική ατομικού φακέλου προσόντων.
Δεδομένου ότι η
κουβέντα για τα προγράμματα σπουδών έχει ανοίξει εδώ και καιρό, τόσο στους
συλλόγους όσο και στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ, είναι πλέον κεκτημένο και κοινός
τόπος ότι το «άνοιγμα» του ζητήματος αυτού δεν μπορεί να γίνει ξέχωρα από την
απαίτηση για ενιαιότητα και ισχύ του πτυχίου, τη συσχέτιση με την εργασιακή
προοπτική και τις αλλαγές στα επαγγελματικά και εργασιακά δικαιώματα, όσο και
από το περιεχόμενο (εντατικοποίηση, φόρτο εργασίας) και το μοντέλο του
πειθήνιου-ευέλικτου-ελαστικού εργαζόμενου το οποίο αυτό διαμορφώνει.
Αποφεύγοντας λοιπόν να επαναλάβουμε μια ανάλυση που έχει ήδη γίνει, κρίνουμε
σκόπιμο να συμβάλλουμε στο άνοιγμα της κουβέντας από μία σκοπιά που επιδιώκει
να συζητάει τα ζητήματα που προκύπτουν σε βάθος, ώστε να αντιλαμβάνεται ο χώρος
των σχημάτων την πηγή της σκέψης και του λόγου του, αναδεικνύοντας τα εργαλεία
που οδηγούν στα εκάστοτε συμπεράσματα ώστε να αναβαθμίζουμε τον τρόπο με τον
οποίο παρεμβαίνουμε στους συλλόγους. Για χάρη της ανάλυσης αυτής, θα
επιχειρήσουμε να διακρίνουμε τις αλλαγές στα προγράμματα σπουδών σε δύο
επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο αφορά τόσο το περιεχόμενο όσο και την σκοπιμότητα του
περιεχομένου του προγράμματος σπουδών, ενώ το δεύτερο αφορά τον τρόπο με τον
οποίο θα παρέμβουμε θέτοντας τις αναγκαίες αιχμές στη βάση των αποφάσεων των
φοιτητικών συλλόγων. Πιο συγκεκριμένα:
Για το περιεχόμενο
του προγράμματος σπουδών…
Αν θέλουμε να
εξετάσουμε το ζήτημα του προγράμματος σπουδών, θα βοηθούσε να το βλέπαμε
αρχικά, εντός ενός -γενικού- πλαισίου ανάλυσης του ρόλου που έχει το
πανεπιστήμιο και της γνώσης που αυτό παρέχει. Ρίχνοντας μια ματιά στο παρελθόν,
το πανεπιστήμιο ιστορικά προσαρμόζεται στην προσφορά
και τη ζήτηση της αγοράς εργασίας στο εκάστοτε κοινωνικοπολιτικό
σύστημα προκειμένου να ικανοποιήσει τις επιδιώξεις και τις ανάγκες του κράτους
όσον αφορά το εργατικό δυναμικό που χρειάζεται. Αυτή τη στιγμή ας πούμε,
υπάρχει επιτακτική ανάγκη υψηλά ειδικευμένου εργατικού δυναμικού που θα μπορεί
να ικανοποιεί τις σύγχρονες ανάγκες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Είτε
αυτό έχει να κάνει με το τι
πρέπει να παράγει όσο και
με το πόσο «υπάκουα» θα το
παράγει, καθορίζει -όπως είναι λογικό- το περιεχόμενο και τους όρους
της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Αυτό σημαίνει ότι το αστικό κράτος, προκειμένου
να πετύχει τον σκοπό του -να παράγει ευέλικτους πειθήνιους εργαζόμενους
προκειμένου να εξασφαλίζει και να διαιωνίζει την κυριαρχία του- βάζει το
πανεπιστήμιο σε ένα ρόλο που θα εκτελεί και θα θεσμοθετεί αυτές του τις
«επιθυμίες». Με τον τρόπο αυτό, το πανεπιστήμιο «καθρεπτίζει» θα λέγαμε τον
ρόλο που έχει το κράτος απέναντι στην κοινωνία, αναπαράγοντας αφενός την ταξική
διάρθρωση των μελλοντικών εργαζόμενων -τωρινών φοιτητών και φοιτητριών- και
αφετέρου διαμορφώνοντας τη συνειδησιακή αντίληψη του κομματιού αυτού.
Το ζήτημα λοιπόν
είναι ότι το περιεχόμενο το οποίο προσφέρεται στα πλαίσια της εκπαιδευτικής
διαδικασίας είναι τέτοιο ώστε να δίνει τα απαραίτητα εφόδια στους φοιτητές και
τις φοιτήτριες, όχι για να ανοίξουν οι ορίζοντές τους, ο τρόπος με τον οποίο
σκέφτονται κ.ο.κ. αλλά για να μπορέσουν να τα «βγάλουν πέρα» με τις απαιτήσεις
της αγοράς εργασίας που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν. Αυτό σημαίνει ότι η γνώση
που προσφέρεται είναι δομικά φορτισμένη με πολύ συγκεκριμένο πρόσημο,
προκειμένου να αξιοποιηθεί στην παραγωγική διαδικασία τόσο σε υλικό επίπεδο όσο
και σε συνειδησιακό. Σε αυτό το σημείο είναι που μπαίνει -και πρέπει να
μπαίνει- ένα πολύ κομβικό ερώτημα: εμείς πώς την αντιμετωπίζουμε; Τη στιγμή που
οι φοιτητές και οι φοιτήτριες γίνονται φορείς μιας γνώσης που τους προσφέρεται
ως κάτι το ανώτερο και το αδιαμφισβήτητο, χάνοντας με τον τρόπο αυτό τη
δυνατότητα ορθολογικής της επεξεργασίας, κριτικής ή ανάπτυξης, η εγκυρότητα των
απόψεων, θεωριών, γνωμών, δεν υπόκεινται σε διαλογικό έλεγχο και αντιπαράθεση.
Ο συγκεκριμένος τρόπος αντιμετώπισης της γνώσης, έχει προεκτάσεις και στο πως ο
κρατικός και εκπαιδευτικός μηχανισμός θέλει να κάνει τους φοιτητές και τις
φοιτήτριες να αντιμετωπίζουν τα πράγματα γενικά, καθώς τα νεαρά μέλη της
κοινωνίας δεν πρέπει να μπορέσουν να συλλάβουν την πραγματικότητα (κοινωνική,
φυσική) σαν μια πραγματικότητα που πρέπει και μπορούν να καταλάβουν, αλλά να
γίνουν απλώς ικανά εκτελεστικά όργανα ενός υπερανθρώπινου λόγου (μιας
αντικειμενικής λογικής π.χ. της δικτατορίας της αγοράς, της τεχνολογίας, της
επαγγελματικής δομής,...). Η αντίληψη αυτή για τη γνώση απαιτεί μια διαδικασία
που «μετατρέπει τους μαθητές σε δοχεία που τα γεμίζει ο δάσκαλος» μέσα
από μια «πράξη αποταμίευσης» που ορίζει τη σημερινή «τραπεζική
αντίληψη της εκπαίδευσης» (Paulo Freire). Από τα στοιχεία λοιπόν αυτά,
γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρος ο ρόλος μας στην εκπαιδευτική διαδικασία, και δεν
είναι άλλος από την έμπρακτη αμφισβήτηση της παρεχόμενης γνώσης, την κριτική
αλλά και τον αντίλογο, χωρίς να εννοούμε ότι η άρθρωση αντί-λογου πρέπει να
γίνεται μέσα και κατά τη διάρκεια των μαθημάτων, καθώς το φοιτητικό σώμα
οφείλει να υπερασπίζεται την αυτονομία στη διαχείριση του προσωπικού του
χρόνου, μακρυά από λογικές τύπου «πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον αγώνα». Η
συνειδητοποίηση -έστω και προσωρινή- της αλλοτριωμένης και αλλοτριωτικής φύσης
όχι μόνο της γνώσης που προσλαμβάνουμε από το αστικό πανεπιστήμιο αλλά και κάθε
εργασίας που θα έρθουμε να επιτελέσουμε μέσα στην κοινωνία και ταυτόχρονα η
μεγάλη ευκολία που δίνεται στην πρόσβαση στις πληροφορίες και τις γνώσεις,
επιτρέπουν μια συνολική κριτική ανάλυση των κοινωνικών φαινομένων της
κοινωνικής δυσφορίας και των ελαττωμάτων που βρίσκονται στην ίδια τη φύση της
αστικής κοινωνίας. Όλα αυτά εν τέλει, ανεβάζουν σημαντικά την ικανότητα της
φοιτητικής αμφισβήτησης να παίξει αποκαλυπτικό ρόλο για την κοινωνική και
πολιτική κρίση και καταλυτικό ρόλο στη σύνδεση των φοιτητών/ριών με τα υπόλοιπα
αγωνιζόμενα κομμάτια της κοινωνίας.
Για τον τρόπο με
τον οποίο παρεμβαίνουμε στα όργανα διοίκησης…
Όταν λοιπόν έχουμε
να κάνουμε με έναν τέτοιο τύπο πανεπιστημίου, είναι συνεπές και λογικό να έχουν
υπάρξει διάφορες αντιστάσεις ανά καιρούς. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα
κινήματα του ’06-07 και οι διάφορες επιμέρους μάχες, που όλοι/ες, λιγότερο ή
περισσότερο γνωρίζουμε. Αυτό που θέλουμε να κρατήσουμε από την εμπειρία αυτή,
είναι ότι όταν οι φοιτητές και οι φοιτήτριες κινητοποιούνται, είναι λογικό να
υπάρξουν αντιδράσεις από την αντίθετη μπάντα, που θα προσπαθήσουν να
ενσωματώσουν και να απορροφήσουν ένα επιθετικό και επικίνδυνο κλίμα. Κάπου εδώ
παρουσιάζεται η συνδιοίκηση ως από μηχανής θεός, που έρχεται υποτίθεται να
δώσει μια πιο προνομιακή θέση στο λόγο και τη φωνή των φοιτητών και των
φοιτητριών, υποτιμώντας το γεγονός ότι μέσω αυτού του εργαλείου, όχι μόνο δεν
«ακούγεσαι» περισσότερο, αλλά ίσα-ίσα, είναι σαν να επιλέγεις το δρόμο για την
αυτολογοκρισία. Η κριτική αυτή γίνεται, γιατί αν το καλοσκεφτούμε, η
συνδιοίκηση ανταλλάσσει ένα πραγματικό όπλο των φοιτητών/ριών (την αυτονομία και
την αλληλεγγύη μεταξύ τους) με ένα πλασματικό πλεονέκτημα, την ίση συμμετοχή
στα αποφασιστικά όργανα του πανεπιστημίου. Προτείνεται στην πραματικότητα ένας
πλαστός-ψεύτικος δημοκρατικός διάλογος (όπως παρουσιάζεται από πλευράς κράτους
και διοικήσεων) που θα δημιουργούσε κλίμα συναίνεσης και αντίστοιχες αποφάσεις
ανάμεσα στους εφαρμοστές της αστικής πολιτικής του πανεπιστημίου και στις
διεκδικητικές αποφάσεις του φοιτητικού κινήματος. Από τη στιγμή λοιπόν που οι
ανάγκες των δύο αυτών πλευρών είναι αντιπαραθετικές – η μία πλευρά θέλει να
εφαρμόσει και η άλλη να μπλοκάρει-, είναι λογικό η προσπάθεια συνδιαμόρφωσης ή
συμβιβασμού στην πραγματικότητα να υπονομεύει τα όργανα του κινήματος και τη
μαχητικότητα που μπορεί να πάρει ο αγώνας τους, νομιμοποιώντας στις συνειδήσεις
των φοιτητών/ριών τελικά την ίδια τη συνέχιση της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης
και κάνοντας τους να υποτιμήσουν τα δικά τους όργανα, που στηρίζονται στη
λογική της αλληλεγγύης, της συνεργασίας, της οργάνωσης από τα κάτω,
αντιτασσόμενοι/ες στην αστική πολιτική.
Η παραπάνω
περιγραφή, προφανώς δεν καταλήγει στην αποχή μας από τα όργανα διοίκησης των
πανεπιστημίων - σε μια λογική πλήρους απάρνησης και αναγνώρισης των οργάνων
επειδή ο ρόλος τους είναι να διασφαλίζουν τη συνέχιση της εκπαιδευτικής
αναδιάρθρωσης (και όχι μόνο). Ίσα ίσα, η παρουσία και η παρέμβασή μας μέσω των
αγωνιστικών αποφάσεων των γενικών συνελεύσεων, όχι σαν διαχειριστές και
συνδιαμορφωτές αλλά σαν αμφισβητίες είναι η πράξη που έχει τη ρίζα του στο
μαρξιστικό εργαλείο «συνδιοίκηση όχι, έλεγχος ναι» και μπορεί να περιγράψει την
έμπρακτη κατάργηση της μυστικότητα των συζητήσεων και των λήψεων αποφάσεων και
την εξωτερίκευση στη μάζα των φοιτητών ό,τι «κανονίζεται» ενάντια στα
συμφέροντά τους. Με τον «αποκαλυπτικό» ρόλο μας εκεί, πρέπει να δρούμε και επιθετικά,
υπερασπιζόμενοι τις άμεσες και μεταβατικές διεκδικήσεις των γενικών μας
συνελεύσεων -προς το συμφέρον της πληττόμενης πλειοψηφίας.
Μας γίνεται
αντιληπτό πως σαν κατεύθυνση πρέπει να δίνουμε τελικά αποκλειστικό βάρος στην
ζύμωση των γενικών συνελεύσεων των φοιτητικών συλλόγων ως μόνα όργανα παραγωγής
πολιτικής και οργάνωσης από τα κάτω για τις πραγματικές ανάγκες της πληττόμενης
πλειοψηφίας των συλλόγων, προτείνοντας δηλαδή μια δομή ανεξάρτητη από το
πλαίσιο του αστικού κράτους με την οποία το κίνημα θέλουμε -και μπορεί- να
απαντάει. Ακριβώς όμως επειδή η οργάνωση του φοιτητικού κινήματος από μόνη της
δε θα είναι ποτέ αρκετή, οφείλουμε να περιγράφουμε, γνωρίζοντας πλήρως τις
δυσκολίες του συγκυριακής νηνεμίας, μια λογική που θα προτάσσει τη σύμπραξη και
τον συντονισμό με το συνδικαλιστικό κίνημα των μισθωτών και των εργαζόμενων
κομματιών (ερευνητικό προσωπικό ,διοικητικό προσωπικό κλπ.) μέσα στα
πανεπιστημιακά ιδρύματα, σε μια κατεύθυνσή ένωσης του φοιτητικού και του
εργατικού κινήματος.
Τελικά…;
Γνωρίζοντας ότι το
πανεπιστήμιο για το οποίο εμείς παλεύουμε προϋποθέτει μια εκ βάθρων ανατροπή
του υπάρχοντος συστήματος, ο ρόλος μας είναι να συνεχίσουμε να αντιπαλεύουμε
κάθε αντιδραστική κίνηση που γίνεται με σκοπό να μας στερήσει κεκτημένα ετών
και, παράλληλα, προβάλλοντας την δικιά μας αντιπρόταση για το μέλλον. Ενάντια
λοιπόν στην πολυδιάσπαση της γνώσης και την εξειδίκευση ,απαντάμε με το αίτημα
για ενιαία πανεπιστημιακή εκπαίδευση και μία σχολή ανά γνωστικό αντικείμενο.
Ταυτόχρονα, η διαδικασία με την οποία θα καθορίζεται το περιεχόμενο της
παιδείας να συντίθεται τόσο από όσους και όσες συμμετέχουν στην διαδικασία
επιμόρφωσης όσο και από τους δέκτες της συλλογικά, δηλαδή όσους θα επηρεάσει
αυτή η διαδικασία, προκειμένου να εξασφαλιστούν οι όροι με τους οποίους το νέο
εργατικό δυναμικό θα προετοιμάζεται να εξυπηρετεί τις ανάγκες του ίδιου και της
κοινωνίας. Από αυτό και μόνο γίνεται ξεκάθαρο ότι το ζήτημα της αποφασιστικής
δομής του εκπαιδευτικού-επιμορφωτικού μηχανισμού δεν μπορεί παρά να λαμβάνει
χαρακτηριστικά άρρηκτα συνδεδεμένα με τον ρόλο που θέλουμε να επιτελέσει αυτός
ο μηχανισμός, αλλά εμείς δεν παύουμε και ούτε θα πάψουμε να διεκδικούμε και να
πετυχαίνουμε νίκες!
Post a Comment