Η πολιτική συγκυρία σήμερα

Μετά από οχτώ χρόνια συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης, ο καπιταλισμός δεν φαίνεται να σταθεροποιείται ούτε οικονομικά, ούτε πολιτικά. Οι απόψεις ότι η καπιταλιστική οικονομία ανακάμπτει έχουν διαψευσθεί. Όλα δείχνουν ότι η κατάσταση παραμένει ρευστή και ότι εξακολουθούν να υπάρχουν μεγάλες εξεγερτικές δυνατότητες στο κοντινό μέλλον, παρόλο που ο συσχετισμός δυνάμεων φαίνεται να είναι εναντίον μας.

Η πολιτική κατάσταση χαρακτηρίζεται από την ανάγκη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να περάσει την 2η αξιολόγηση και γι' αυτό πρέπει να ψηφίσει μια σειρά μέτρων εις βάρος της εργατικής τάξης. Επίκεντρο αυτών των μέτρων είναι το νομοσχέδιο για τα εργασιακά που προβλέπει ένα πιο ασφυκτικό περιβάλλον για τους εργαζόμενους/ες, όπως η απελευθέρωση των απολύσεων, οι αλλαγές στην συνδικαλιστική δράση και ο υποκατώτατος μισθός για τους νέους/ες. Η κυβέρνηση προκειμένου να τηρήσει τις μνημονιακές της δεσμεύσεις απέναντι στα ντόπια αφεντικά και τους διεθνείς οικονομικούς και πολιτικούς οργανισμούς, ετοιμάζει ένα νέο γύρο λιτότητας και επίθεσης ενάντια στα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας, μιας και η συζήτηση για το ασφαλιστικό φαίνεται να ξανανοίγει σε ένα επόμενο διάστημα. Παράλληλα, οι ιδιωτικοποιήσεις των κοινωνικών αγαθών και του δημόσιου πλούτου συνεχίζονται με τις επιχειρήσεις και τους εργολάβους που τις αναλαμβάνουν να βγάζουν τεράστιο κέρδος.

Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση επιλέγει τον ανασχηματισμό του κυβερνητικού επιτελείου, απομακρύνει ή να μεταθέτει, δηλαδή, όσους/ες δεν έφεραν σε πέρας το μνημονιακό τους έργο και τοποθετούνται σε καίριες θέσεις όσοι/ες έχουν καλές σχέσεις με το σκληρό πυρήνα του επιχειρηματικού χώρου. Προφανής είναι εξάλλου η ενίσχυση της ακροδεξιάς συνιστώσας της κυβέρνησης και η υποταγή της στο κοινωνικό συντηρητισμό. Είναι φανερό ότι αυτές οι κινήσεις περισσότερο αντανακλούν την αδυναμία της κυβέρνησης και όχι την ικανότητα της να διατηρεί τον έλεγχο. Την ίδια στιγμή η Δεξιά προσπαθεί να αναδιοργανωθεί και να αντεπιτεθεί, αν και με τόσο απαξιωμένο και φθαρμένο πολιτικό προσωπικό και με την τόσο πρόσφατη οδυνηρή εμπειρία της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου είναι δύσκολο να το καταφέρει σύντομα.

Η κυβέρνηση έχει βάλει την υπογραφή της στην κατάπτυστη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, δεν παίρνει θέση για τις επιθέσεις ενάντια στους πρόσφυγες, αλλά αντίθετα συνεχίζει την πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων σε βάρος των προσφύγων και των μεταναστών/τριών. Ταυτόχρονα, συνεχίζει την αντιδραστική συμφωνία Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου-Ισραήλ, επέκτεινε τη ΝΑΤΟική βάση στη Σούδα και κάνει πολεμικές ασκήσεις στα σύνορα με την Αλβανία και όχι μόνο. Το ελληνικό κράτος δεν μένει αμέτοχο στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Η όξυνση με την Τουρκία του Ερντογάν δεν είναι μια μονομερής ενέργεια της αυταρχικής κυβέρνησης του διπλανού κράτους, αλλά μια εκατέρωθεν ενδο-ιμπεριαλιστική κοκορομαχία. Πρώτα απ' όλα, σαν αντικαπιταλιστές/στριες, οφείλουμε να αντιταχθούμε στην εμπλοκή του δικού μας κράτους στον πόλεμο, καταγγέλλοντας τις περιφερειακές ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες της ελληνικής αστικής τάξης.

Η κυβέρνηση συνέχισε να προκαλεί, με την επίσκεψη του απερχόμενου προέδρου των ΗΠΑ, και μάλιστα στο τριήμερο του Πολυτεχνείου. Η συνάντηση, μάλιστα, χρησιμοποιήθηκε από το ΣΥΡΙΖΑ σαν μια προσπάθεια αναζήτησης “συμμάχων” και σαν “χαρτί διαπραγμάτευσης”, προκειμένου, υποτίθεται, να βελτιώσει τις “ελληνικές θέσεις” εντός της ΕΕ. Μια πολιτική λογική που μόνο φαντασιακή μπορεί να είναι. Η ΕΕ είναι ένας θεσμός που δεν μεταρρυθμίζεται. Από την άλλη, κανένας πρόεδρος των καπιταλιστικών ΗΠΑ δεν θα βάλει τίποτα πάνω από τα συμφέροντα της ιμπεριαλιστικής αστικής του τάξης. Η επίσκεψη Ομπάμα βρήκε ένα μαζικό κίνημα που συγκρούστηκε με τις ιμπεριαλιστικές λογικές των ΗΠΑ, αλλά και την πολιτική του ελληνικού κράτους. Δεν πρόκειται για μια εχθρότητα εναντίον του αμερικανικού λαού συλλήβδην, ένα μεγάλο μέρος του οποίου ήδη διαδηλώνει μαζικά και μαχητικά εναντίον του νέου προέδρου Τραμπ. Ήταν μια κίνηση εναντίον του πιο επιθετικού καπιταλιστικού κράτους στον κόσμο, με το οποίο το ελληνικό κράτος είναι ιστορικά σύμμαχο. Ήταν μια συνέχεια του κινήματος αλληλεγγύης στους πρόσφυγες και μετανάστες/στριες, που είχε ξεσπάσει ένα προηγούμενο διάστημα, το οποίο αντιτάσσεται στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και τον πόλεμο.

Με βάση τις κατευθύνσεις του 3ου μνημονίου συνεχίζεται και η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση από την πλευρά κυβέρνησης/ΕΕ/κεφαλαίου. Η κρατική χρηματοδότηση των σχολών μειώνεται ολοένα και περισσότερο, κάτι που στρέφει με ξεκάθαρο τρόπο το πανεπιστήμιο στην αναζήτηση νέων πόρων, δηλαδή στην αυτοχρηματοδότηση. Οι ανάγκες καλούνται να καλυφθούν από ιδιωτικά κεφάλαια στο πεδίο επένδυσης που διαμορφώνεται, με το χαρακτήρα του πανεπιστημίου να επιχειρηματοποιείται σταδιακά. Αυτά τα κεφάλαια σταδιακά θα χρησιμοποιούνε τις χορηγίες τους για να ελέγξουν πιο άμεσα την διαδικασία της εκπαίδευσης που παρέχεται, με προφανή σκοπό την εξυπηρέτηση των συγκυριακών τους αναγκών σε εργατικό δυναμικό.

Το προσχέδιο νόμου, που κατέθεσε ο Φίλης, για την εκπαίδευση προβλέπει αύξηση της ποσότητας των μεταπτυχιακών και των προσφερόμενων θέσεων σε αυτά, σε μια κατεύθυνση μεγαλύτερης εξειδίκευσης του μελλοντικού εργατικού δυναμικού, με με ανταλλαγή ένα τέλος εγγραφής. Παρατηρούμε δηλαδή ότι επιχειρείται αύξηση της εξειδίκευσης στον μεταπτυχιακό τομέα, κάτι το οποίο δεν μπορεί παρά να στρώνει στην πραγματικότητα τον δρόμο για την μεταβολή του περιεχομένου και της δομής του προπτυχιακού. Τα πανεπιστήμια θα κληθούν το επόμενο διάστημα να αναδιαμορφώσουν προγράμματα σπουδών που θα ανταποκρίνονται στα νέα δεδομένα και τις ανάγκες της αγοράς εργασίας (με την εισαγωγή κατευθύνσεων, τον περιορισμό και την εξειδίκευση του επιστημονικού αντικειμένου, κλπ), όπως γίνεται ήδη σε μια σειρά σχολών.

Την ίδια στιγμή, οι διατάξεις και οι ρυθμίσεις που αφορούν το μοντέλο διοίκησης του πανεπιστημίου προτείνουν τη λογική των Συμβουλίων Ιδρύματος, ως θεσμό διαφόρων εξω-πανεπιστημιακών ατόμων και των καθηγητών που συστηματικά συμβάλλουν να υποστηρίζουν τον εκάστοτε εκπαιδευτικό νόμο. Αναδεικνύονται σε ανώτατα αποφασιστικά όργανα ενός ιδρύματος, που σε συνδυασμό με την εκχώρηση όλο και περισσότερης εξουσίας σε άτομα αντί συλλογικών οργάνων, δικαιούνται να μονοπρακτούν και να επιβάλλουν τις επιταγές του Υπουργείου στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Στην πραγματικότητα μιλάμε για ένα όλο και πιο αντιδημοκρατικό μοντέλο λειτουργίας, που δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε έννοια συλλογικής έκφρασης και διεκδίκησης, αλλά αντίθετα προσπαθεί να επιφέρει την πειθάρχηση των φοιτητών, για να μην αντιδράσουν απέναντι στη εφαρμογή του όποιου νόμου αφορά την φοιτητική τους καθημερινότητα και το μέλλον τους.

Με τις παραπάνω αλλαγές που προετοιμάζονται στο ελληνικό πανεπιστήμιο, γίνεται ξεκάθαρο ότι θα απευθύνεται σε ολοένα και λιγότερους και πιο εκλεκτούς, ενώ ταυτόχρονα ο χαρακτήρας που τον διέπει μετατρέπεται σταδιακά σε επιχειρηματικό. Αυτό σημαίνει ότι για να ξεπεραστεί η ανεπάρκεια των μειωμένων κονδυλίων, ρίχνει το βάρος του κόστους σπουδών στους φοιτητές επιδιώκοντας να βρεθεί μια τομή ανάμεσα στις παροχές που προϋπήρχαν και στα παρόντα διαθέσιμα κονδύλια. Τα στρώματα που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν σε αυτές τις απαιτήσεις, απομακρύνονται όλο και περισσότερο από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, είτε με τον άμεσο τρόπο, μη ανταποκρινόμενοι στην καθημερινότητα, είτε με έμμεσο τρόπο, διαλέγοντας έναν άλλο δρόμο μετά το Λύκειο, αυτόν της επαγγελματικής κατάρτισης ή της πρόωρης ένταξης στην παραγωγική διαδικασία ως ανειδίκευτο δυναμικό.

Την ίδια στιγμή που οι δεξιότητες και τα επαγγελματικά δικαιώματα τα οποία παρέχονται σε προπτυχιακό επίπεδο συρρικνώνονται και κατακερματίζονται, δημιουργείται η ανάγκη για εντατική συνεχή εκπαίδευση και μετά το πτυχίο. Αυτό το ατέρμονο κυνήγι προσόντων θέτει τα κομμάτια του φοιτητικού σώματος που αναγκάζονται να εργαστούνε εκτός της εκπαιδευτικής διαδικασίας και συγκροτεί περεταίρω ταξικούς φραγμούς και σε ένα επόμενο στάδιο μετά τη σχολή επιμηκύνοντας το απαιτούμενο κόστος. Τα άτομα προσέρχονται στην αγορά εργασίας με άνισες εκπαιδευτικές αποσκευές, με δυνατότητα παροχής πολλών και διαφορετικών επιπέδων ικανοτήτων και ατομικές διαδρομές, που θα εξασφαλίζονται από ένα νέο, πιο ταξικό εκπαιδευτικό σύστημα.

Βασικός στόχος της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης είναι η διαμόρφωση ενός νέου μοντέλου εργαζομένου. Μια προσπάθεια που φαίνεται να έχει ξεκινήσει στο εσωτερικό των σχολών με την όξυνση του ανταγωνισμού και του κοινωνικού κανιβαλισμού μεταξύ των φοιτητών. Δημιουργούνται φοιτητές διαφορετικών ταχυτήτων, και κατ' επέκταση εργαζόμενοι που θα κληθούν να επιβιώσουν πατώντας επί πτωμάτων στην αγορά εργασίας την επόμενη μέρα. Στόχος των επιλογών αυτών, είναι η δημιουργία μελλοντικών εργαζόμενων με πτυχία που θα τους καθιστούν πιο ευέλικτους, πιο αναλώσιμους και πιο πειθήνιους στην αγορά εργασίας. Με λίγα λόγια, το νέο μοντέλο εργαζόμενου έχει συνηθίσει από νωρίς την αλλοτρίωση που πρόκειται να δεχτεί με το που μπει στην παραγωγική διαδικασία. Σ’ αυτό συντελεί και η εξατομικευμένη διαμόρφωση του πτυχίου που δεν αφήνει περιθώριο για συλλογικές διεκδικήσεις και κοινά κεκτημένα, αλλά ανοίγει το νέο δρόμο ατομικής διαπραγμάτευσης με την εργοδοσία. Αυτή η διαδικασία έχει ήδη εκκινήσει με την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων που επιχειρεί το νομοσχέδιο για τα εργασιακά. Είναι ξεκάθαρο πως το εργατικό δυναμικό στην περίοδο της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος πρέπει να προσφέρει την εργατική του δύναμη με ολοένα και μικρότερο κόστος και με ολοένα και λιγότερα δικαιώματα.

Κόντρα στην γενικευμένη απογοήτευση και ηττοπάθεια που κυριαρχεί, το φοιτητικό κίνημα οφείλει να δώσει απάντηση στην επίθεση που δέχεται η νεολαία και η εργατική τάξη. Παρόλο που βρισκόμαστε σε μια περίοδο μειωμένης ταξικής πάλης, οι ευκαιρίες για ρήγματα στο σύστημα είναι πολλές και μπορεί να υπάρξει ένα φοιτητικό κίνημα που θα ταράξει τα νερά της υπάρχουσας κατάστασης και να παίξει πρωτοπόρο ρόλο προς μια αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.


Το φοιτητικό κίνημα οφείλει να μετατρέψει την αναμενόμενη οργή που θα ξεσπάσει σε μια ταξικά προσημασμένη κίνηση, το οποίο είναι εξαρτημένο αδιαμφισβήτητα από ένα πολιτικό μόρφωμα που θα μπορεί να σηκώσει τείχος ενάντια σε κάθε λογική κατευνασμού των αντιπαραθέσεων που θα επιχειρήσει η κυβέρνηση, η οποία εκλέχτηκε στη βάση της υποταγής στη διαπραγμάτευση και της αποδοχής της ταξικής ήττας. Το πολιτικό περιεχόμενο, επομένως, για να ριζώσει ένα, στην προκειμένη περίπτωση φοιτητικό, κίνημα είναι να αμφισβητήσει συνολικά τη διαπραγμάτευση και την συνδιαμόρφωση στις αποφάσεις των αστικών και υπερεθνικών μηχανισμών, προτάσσοντας το συνολικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα μεταβατικών διεκδικήσεων.


Δεν υπάρχουν σχόλια

Από το Blogger.