Ανακοίνωση για τα γεγονότα του διημέρου ΕΑΑΚ και τη συνέχεια του μορφώματος

Μαΐου 03, 2017
Μετά την ολοκλήρωση του διήμερου συντονιστικού των σχημάτων ΕΑΑΚ, ήρθαμε ένα βήμα πιο κοντά στη διάλυση του μορφώματος. Στην πραγματικότητα ήρθαμε αντιμέτωποι/ες με μια διαδικασία που δεν είχε να κάνει ούτε με τα πραγματικά επίδικα, ούτε με μια υγιή -και απαραίτητη- αντιπαράθεση για τον τρόπο με τον οποίο θα αναζητήσουμε και εν τέλει θα αναδείξουμε τις ανάγκες του φοιτητικού κινήματος. Οι διαδικασίες των ΕΑΑΚ εδώ και καιρό, είτε πρόκειται για συντονισμό πόλης είτε είναι πανελλαδικού χαρακτήρα, έχουν μεγάλο έλλειμμα στον τρόπο που αντιπαρατίθενται και αναζητούν ένα συγκροτημένο σχέδιο. Τα γεγονότα λοιπόν της τελευταίας διαδικασίας ήταν μια συνέχεια και μια όξυνση των αλλεπάλληλων αποστεωμένων διαδικασιών, με αποτέλεσμα η ιδεολογική αντιπαράθεση να δώσει την θέση της στην οργανωτική.

Για εμάς, τα μέσα που χρησιμοποιούν οι κομμουνιστικές οργανώσεις δεν έχουν να κάνουν με το πόσο οξύθυμα ή αδικημένα νιώθουν τα μέλη τους. Για εμάς τα μέσα που χρησιμοποιούν οι κομμουνιστικές οργανώσεις είναι συνδεδεμένα διαλεκτικά με τον σκοπό τους, την απελευθέρωση από τα δεσμά του καπιταλισμού. Από τη μεριά μας καταδικάζουμε απερίφραστα τις πρακτικές που διαλύουν το μόρφωμα. Οι πρακτικές αυτές όχι μόνο απαγορεύουν την αντιπαράθεση, αλλά ταυτόχρονα εμποδίζουν την επικοινωνία και τον συντονισμό των σχημάτων, μας αποξενώνουν από τις διαδικασίες του φοιτητικού κινήματος και, ως εκ τούτου, μας μετατρέπουν σε μόρφωμα που δεν έχει τίποτα να προσφέρει σε αυτό.

To πολιτικό σκεπτικό πάνω στο οποίο βασίζονται οι πρακτικές του διημέρου -και της συνέχειας που δόθηκε σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα- έχει να κάνει με τη διαφορετική στρατηγική στόχευση, η οποία έχει δημιουργήσει και την απόσταση σε επίπεδο τακτικής. Τα τελευταία δύο χρόνια, η βίαιη συστράτευση του ΣΥΡΙΖΑ με την παραδοσιακή αστική πολιτική και η ηττοπάθεια που αυτή η κίνηση έφερε στο εργατικό κίνημα έχουν με τη σειρά τους εγκλωβίσει τα κομμάτια της ριζοσπαστικής αριστεράς που δεν καταφέρανε να ορθώσουν ένα αντιπρόταγμα  προκειμένου να αντιστραφεί αυτή η κατάσταση. Με έναν τέτοιο τρόπο εξηγείται η ταχεία πολιτική μετατόπιση που παρατηρήθηκε μέσα σε λίγα χρόνια, που έφερε στο αμφιθέατρο ΕΑΑΚ την πρόταση για στήριξη του «νομοσχεδίου Μπαλτά», εισήγαγε στάση απάθειας απέναντι στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο την άνοιξη του 2016, αλλά και μια σθεναρή αντίσταση στη στήριξη πολλών κινητοποιήσεων όλο αυτό το διάστημα. Σαν συνέχεια αυτού του κλίματος και η διαφορετική στάση στο δρόμο, με την διαφωνία για τις προσυγκεντρώσεις των απεργιακών κινητοποιήσεων να μεταφέρεται για πρώτη φορά, την τελευταία περίοδο, στην πράξη, με ένα κομμάτι σχημάτων να στηρίζει το κάλεσμα της ΓΣΕΕ, φέρνει την διαίρεση της ενιαίας έκφρασης του φοιτητικού κινήματος στο δρόμο.  

Αυτοί είναι λοιπόν οι λόγοι που μας έφεραν μπροστά σε αυτά τα γεγονότα, και όχι οι σεξιστικές επιθέσεις σε συντρόφισσες –όπως υποστηρίχτηκε. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο αντισεξισμός είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που παρουσιάστηκε, γι’ αυτό και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για να καλύψει πολιτικές πρακτικές και να τις δικαιολογήσει, πόσο μάλλον όταν χρησιμοποιείται λανθασμένα από όλες τις φωνές που ακούστηκαν. Γυναίκες που παίρνουν την απόφαση να εμπλακούν ενεργά στο  κίνημα δεν μπορούν να θυματοποιούνται, ούτε να εξισώνονται με τις γυναίκες που «τρώνε ξύλο από τον άντρα τους». Αν θέλουμε γυναίκες μέσα στα σχήματα, αν θέλουμε γυναίκες στην περιφρούρηση, αν θέλουμε γυναίκες στο Κομπάνι, οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε το ζήτημα πολύ πιο αναβαθισμένα, επιδιώκοντας την εμπλοκή τους σε όλες τις διαδικασίες του κινήματος και άρα των σχημάτων ΕΑΑΚ. Από κει και πέρα, αν υπάρχουν προβλήματα στις διαδικασίες και τις πρακτικές των ΕΑΑΚ, να τις αντιμετωπίζουμε όπως προαναφέρθηκε, και όχι ως ενδοοικογενειακή βία.

Πέρα όμως από την αντικειμενική απόσταση που δημιουργήθηκε με τις οργανώσεις που επέλεξαν ένα διαφορετικό σχέδιο, αυτή τη στιγμή είναι δεδομένη και μια σύγχυση στις δυνάμεις που διαδίδουν ακόμη την χρησιμότητα και την σημασία του αντικαπιταλισμού. Η υποταγή του περιεχομένου της πολιτικής αντιπαράθεσης στο όνομα της ενότητας είναι ένα πρόβλημα που διαχρονικά αντιμετωπίζαμε σε αυτόν τον χώρο. Η πιο σύγχρονη εικόνα του πόσο υποτάσσεται η πολιτική αντιπαράθεση στην μετωπική πολιτική παίρνει μια πιο ευκαιριακή απόχρωση. Η εικόνα του διημέρου περιλάμβανε μια μερίδα του αμφιθεάτρου που αντιμετώπισε πανηγυρικά την διαδικασία, με την δικαιολόγηση ότι διασφαλίστηκε η ομαλή διεξαγωγή και τυπικά ολοκληρώθηκε η διαδικασία. Αν όμως ορίζουμε τα συντονιστικά ως διαδικασίες  κινηματικού σχεδιασμού, είναι ένα ερώτημα το αν όντως ολοκληρώθηκε. Αυτή η αντιμετώπιση φέρει τεράστια ευθύνη για την έξαρση βίας τις επόμενες μέρες. Ήταν βέβαιο ότι οι διαφωνίες που δεν λύνονται πολιτικά σε μια τέτοια περίοδο πόλωσης, πόσο μάλλον έχοντας έμπρακτα παραδείγματα για αυτό, θα οδηγούσαν στις κατακριτέες συμπεριφορές των επόμενων ημερών. Η πολιτική ευθύνη πέφτει ειδικά και στις δυνάμεις που κρατήσανε στάση ανοχής, η θέση των οποίων κρίθηκε σύντομα κοντόφθαλμη.

Η Ενιαία Ανεξάρτητη Αριστερή Κίνηση πρέπει να συνεδριάζει τακτικά υπό συνθήκες που επιτρέπουν την γόνιμη αντιπαράθεση. Οποιαδήποτε πρακτική υποβιβάζει την αξία της διεξαγωγής της διαδικασίας σε κάτι κατώτερο από την αξία της καθαρής υλοποίησης της γραμμής μιας ορισμένης μερίδας ή οργάνωσης, ακόμα και αν αυτό σημαίνει διάλυση της διαδικασίας, δεν έχει αναφορά στο κίνημα. Δυστυχώς, τα γεγονότα του διημέρου είναι μια μικρογραφία της συμπεριφοράς των ίδιων οργανώσεων λίγα χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια της εσωτερικής συζήτησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η ΑΡΑΝ και η ΑΡΑΣ έχουν πάρει την επιλογή να εμπλέκονται παράλληλα σε ένα άλλο μέτωπο, ενώ από την μεριά του ΝΑΡ παρατηρείται μια εξαιρετική ανοχή στην συμπεριφορά τους. Στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αυτή η στάση κατέληξε να δίνει το ελεύθερο να αποχωρήσουν με τους δικούς τους όρους, όταν η αλλαγή του πολιτικού χάρτη αναδιάταξε τον χώρο της αριστεράς και βρέθηκε κάποιος πιο ανάλογος της κεντρικής τους κατεύθυνσης σύμμαχος. Η διαφορά μεταξύ της εσωτερικής κουβέντας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και των ΕΑΑΚ είναι ότι στην περίπτωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπάρχει μια πολύ πιο έντονη κοινωνική λογοδοσία, που δεν επιτρέπει στις εσωτερικές αντιπαραθέσεις να πάρουν τόσο άσχημη τροπή, κάτι που ήταν πάντα το υστέρημα του φοιτητικού κινήματος.

Πρέπει να υπάρξει αποφασιστική τομή. Σκληρή πολιτική αντιπαράθεση για τα γεγονότα, την πολιτική τους προέλευση, την λαθροχειρία πολιτικών όρων, την υποδούλωση της πολιτικής γραμμής στην μικροπολιτική. Με την έλευση της οικονομικής κρίσης και την αποσταθεροποίηση στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό χρειαζόμαστε ένα στιβαρό μόρφωμα, με σεβασμό στις διαδικασίες του και στον εσωτερικό του διάλογο, έτοιμο να διαρρήξει την ησυχία γύρω μας, έτοιμο να διαβάλλει τον κοινωνικό συμβιβασμό. Στον βαθμό που αυτή η πολιτική αντιπαράθεση δεν ανοίγει στα σχήματα και τα συντονιστικά με ειλικρινείς όρους, αυτή θα συνεχίσει να εκφράζεται είτε οργανωτικά, είτε με τη συνέχιση της πορείας διάλυσης και αδρανοποίησης του μορφώματος. Δεν μπορούμε να τρέφουμε αυταπάτες για το τι έγινε στο τελευταίο διήμερο. Δεν διασφαλίστηκε η ύπαρξη του. Το μόνο που απετράπη, για ακόμα μία φορά, ήταν η τοποθέτηση των ζητημάτων που μας ταλανίζουν στην πραγματική τους βάση. 

Δελτίο Παρέμβασης Τεύχος 31

Μαΐου 01, 2017

Τα ΕΑΑΚ μπροστά σε κρίσιμα πολιτικά ερωτήματα

Απριλίου 21, 2017
Ύστερα από μια σειρά προβληματικών γεγονότων και περιστατικών, τα οποία έλαβαν χώρα σε πανελλαδικό επίπεδο και έχουν μονοπωλήσει το εσωτερικό της κουβέντας των ΕΑΑΚ και ενίοτε ακόμα και την πρακτική των σχημάτων στους φοιτητικούς συλλόγους, αντιλαμβανόμαστε την αναγκαιότητα να τοποθετηθούμε επί αυτών. Τα φαινόμενα αυτά αποτελούν αιτίες που φανερώνουνβαθιές πολιτικές προβληματικές, απόρροια στρατηγικής ελλειμματικής και πολιτικοποίησης,ζητήματα τα οποία πρέπει να δούμε κατάματα αν θέλουμε να τα υπερβούμε.
Πρώτο βήμα για την αναγνώριση της υπάρχουσας κατάστασης, είναι κάποια γνωρίσματα τηςκεντρικής πολιτικής συγκυρίας που παρά το ότι καιρό τώρα αποτελούν κουβέντα στα αμφιθέατρά μας, δεν φαίνεται να έχουμε καταφέρει να τα ξεπεράσουμε. Ξεκινώντας, το κεντρικό πολιτικό σκηνικό χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να σταθεροποιήσει το πολιτικό σκηνικό εφαρμόζοντας το σύνολο των πτυχών του 3ου μνημονίου και της δεύτερης αξιολόγησης. Κλιμακώνει έτσι την επίθεση στις εργασιακές συνθήκες και τσακίζει το όποιο εργασιακό και συνδικαλιστικό δικαίωμα έχει απομείνει. Αποδεικνύεται επομένως πως ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούσε και αποτελεί τον καλύτερο συνεχιστή της αστικής πολιτικής των προηγούμενων χρόνων. Η  αγανάκτηση του κόσμου ενσωματώθηκε πλήρως από αιτήματα  που αφορούσαν τηνκαλύτερη διαχείριση της υπάρχουσας κατάστασης, το οποίο και  συνέβαλε  στο να αδρανοποιηθεί ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας αλλά και του φοιτητικού κινήματος καλλιεργώντας τις αυταπάτες για το σχέδιο αυτό της διαχείρισης του συστήματος ως απάντηση στις σύγχρονες ανάγκες του κόσμου της εργασίας μέσα στην κρίση. Ο ΣΥΡΙΖΑ άλλωστε δεν προσπάθησε ποτέ να ενισχύσει τις κινηματικές διαδικασίες που έλαβαν χώρα τα πρώτα χρόνια της κρίσης, πάνω στα οποία βασίστηκε, αλλά ούτε και να αναβαθμίσει τα αιτήματα τους σε μία ανατρεπτική κατεύθυνση.
Η κατάσταση στους φοιτητικούς συλλόγους, με την ακαδημαϊκή χρονιά να φτάνει στο τέλος της, χαρακτηρίζεται από μικρές κινήσεις με συνελεύσεις να βγαίνουν σε μερικούς συλλόγους -πράγμα που δεν μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε την περσινή χρονιά, χωρίς βέβαια να μιλάμε για μια κατάσταση που δίνει προοπτικές όξυνσης ή κλιμάκωσης κάποιας μετρήσιμης αντίστασης. Αυτό είναι πραγματικά προβληματικό αφού η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση στις σχολές λαμβάνει χώρα με τις επιμέρους πτυχές της όπως τα δίδακτρα στα μεταπτυχιακά, τις αλλαγές στα προγράμματα σπουδών, τη σκλήρυνση στους όρους φοίτησης καθώς και τις συνεχιζόμενες περικοπές στις φοιτητικές παροχές ως αποτέλεσμα της υποχρηματοδότησης σε ΑΕΙ και ΤΕΙ πανελλαδικά και δεν υπάρχει ένα συνολικό σχέδιο για να τα αντιμετωπίσει.
Παρ’ όλα την επίθεση αυτή, το χειμερινό συντονιστικό του Δεκεμβρίου δεν κατάφερε να διαμορφώσει ένα κοινό βηματισμό για να μπορέσουμε να αναμετρηθούμε με αυτήν. Η κουβέντα του συντονιστικού πολώθηκε για άλλη μια φορά σε δύο ιδεολογήματα που θα μας βγάλουν υποτίθεται από το πολιτικό αδιέξοδο το οποίο περιγράφεται, και τα ιδεολογήματα αυτά δεν είναι άλλα από το ευρύτερο αριστερό μέτωπο και τη διαμόρφωση της ιδρυτικής διακήρυξης.

Η πρώτη πρόταση στηρίζεται στη λογική της δημιουργίας ενός πλατιού αριστερού μετώπου-κομμάτι του οποίου θα είναι και τα ΕΑΑΚ- το οποίο μέσω μιας πιο μαζικής και αποτελεσματικής παρέμβασηςθα καταφέρει να κινητοποιήσει τον κόσμο των σχολών. Η εκλογική συνεργασία με την ΑΡΕΝ και το ΑΡΔΙΝ που προτάθηκε και εν τέλει υλοποιήθηκε από μια σειρά σχημάτων τέθηκε υπό αυτήν τη λογική κάνοντας κοινές διαδικασίες, σχήματα, εκδηλώσεις . Η επιλογή αυτή όπως και οποιαδήποτε άλλη πρέπει αφού υλοποιείται να αποτιμάται για να κριθεί η αποτελεσματικότητά της. Η αποτίμηση της μπορεί να είναι μονάχα αρνητική αφού ούτε τα σχήματα αλλά ούτε και οι συλλογικές διαδικασίες μαζικοποιήθηκαν. Κάτι ακόμα που ενισχύει το παραπάνω συμπέρασμα είναι τα αποτελέσματα στις εκλογές και ότι οι κοινές αυτές διαδικασίες δεν συσπείρωσαν άλλον κόσμο πέραν του οργανωμένου στα σχήματα.
Ωστόσο είναι προβληματικό να μην αναγνωρίζεται ακόμα και τώρα το ότι δεν ήταν θετικό το αποτέλεσμα αυτής της κίνησης. Δεν μπορεί να πιστεύουμε ότι η συζήτηση με τις δυνάμεις που καλλιέργησαν την λογική του ΣΥΡΙΖΑ και δεν την έχουν αποτιμήσει επαρκώς, θα μπορούσε να προσελκύσει τον κόσμο των σχολών που έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους σε αυτές ακριβώς τις αντιλήψεις. Άρα δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι μπορούμε να παράγουμε έναν σωστό σχεδιασμό με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή ξεκομμένα από τις μάζες. Το κατά πόσο είναι πετυχημένο ένα σχέδιο ή όχι, κρίνεται στις κινηματικές διαδικασίες γιατί μόνο τότε μπορεί να αποδειχτεί η αποτελεσματικότητα του. Αυτός είναι και ο τρόπος που φαίνεται το κατά πόσο έχει να συμβάλλει ο κάθε χώρος στην συζήτηση εντός του μορφώματος, είτε με σκοπό την διεύρυνση του ή ακόμα και για την υπέρβαση του, γιατί ακριβώς μόνο έτσι μπορεί να φανεί αν απαντάει στις πραγματικές ανάγκες της πληττόμενης πλειοψηφίας.
Το πολιτικό πρόβλημα που έχει σήμερα το μόρφωμα να απαντήσει στα μέτωπα που ανοίγονται, μπορεί να επιλυθεί μόνο με την ανάδραση με τον κόσμο των συλλόγων που πλήττεται και από τον οποίο έχουμε απομακρυνθεί, εν μέρει εξαιτίας και τέτοιων διαδικασιών. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να δούμε ότι η αποτυχία της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή του “ούτε ρήξη, ούτε υποταγή” είναι ίσως κάπως θολή, αλλά πράγματι αντιληπτή από πολύ μεγάλη μερίδα του κόσμου. Αυτός ο κόσμοςχάνει την εμπιστοσύνη του στην αριστερά στον βαθμό που εμείς οι ίδιοι δεν προσπαθούμε να περιγράψουμε ένα, όχι απλά πιο ριζοσπαστικό, αλλά ένα ολότελα ανατρεπτικό σχέδιο. Το νααναμασάμε χρεωκοπημένες αφηγήσεις και η επιμονή σε διαχειριστικές λογικές εντός και εκτός σχολής, θα οδηγήσει σε ένα νέο κύκλο απογοητεύσεων.

Η δεύτερη πρόταση που ανοίγεται στα αμφιθέατρα ΕΑΑΚ είναι αυτή μίας διαμόρφωσης διακήρυξης των σχημάτων, που θα περιλαμβάνει και θα συνθέτει μια συνολική τοποθέτηση του αμφιθεάτρου και θα συμβάλλει, κατά τους υποστηρικτές της, στην διαδικασία πολιτικής ενοποίησης του αμφιθεάτρου, αλλά και στην πολιτική αναβάθμιση του μορφώματος. Η “αναγκαιότητα αναβάθμισης” των ΕΑΑΚ που καλείται να φέρει μια διακήρυξη θεμελιώνεται πάνω στην ηττοπάθεια και αδράνεια του φοιτητικού σώματος και της τάξης που πλέον, 25 χρόνια μετά την ίδρυση τους τα σχήματα δεν μπορούν, ξαφνικά , να κινητοποιήσουν και να εμπνεύσουν.
Η πρόταση αυτή χωλαίνει από πάρα πολλές απόψεις, ακόμα και από απλοϊκές αναλύσεις. Αρχικά καλείται να δώσει οργανωτικές λύσεις σε πολιτικά προβλήματα. Αυτή η πρόταση θέτει ερωτήματα στο αμφιθέατρο και στα σχήματα γύρω από οργανωτικά μοντέλα λειτουργίας του μορφώματος, σε μία περίοδο που θα έπρεπε να διαφωνούμε για τα πολιτικά σχέδια με τα οποία θα κινητοποιήσουμε τους συλλόγους μας. Είναι λοιπόν μία εσωστρεφή κουβέντα που δεν μπορεί να μας βοηθήσει. Ταυτόχρονα, σε αυτή την πρόταση υποβόσκει μία πρόθεση σταδιακής παραταξιοποίησης των ΕΑΑΚ.
Παράλληλα, δεν μπορεί να μην βλέπουμε το συλλογιστικό σφάλμα αυτής της πρότασης. Από την μία αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα για ενιαία υλοποίηση, αλλά ο τρόπος που προτείνεται να γίνει αυτό, δηλαδή η διακήρυξη, προϋποθέτει την πολιτική ενιαιότητα. Επομένως, ο στόχος δεν μπορεί να εκπληρωθεί. Σίγουρα όμως δεν αρκεί αυτή η κριτική. Η ενιαιότητα στην υλοποίηση, που είναι όντως υπαρκτή ανάγκη, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως αυταξία. Ενιαιότητα για την ενιαιότητα, όταν δεν υπάρχει κάποια πολιτική πρόταση, και άρα είναι κουβέντα γύρω από πολιτικές θέσεις, θα γίνει αποκλειστικά με εγκεφαλικούς όρους και δεν θα αποτελεί χρήσιμη κατάκτηση για την δουλειά που θέλουμε να κάνουμε στους συλλόγους μας. Το όποιο σχέδιο υλοποιείται ενιαία πρέπει να προκύπτει από την διαπάλη των γραμμών, πάντα σε σύνδεση και ανάδραση με τις μάζες.

Πρέπει να επισημάνουμε και κάτι ακόμα. Θα έπρεπε να εθελοτυφλεί κανείς για να μην διαπιστώσει ότι μέσα από μια διήμερη διαδικασία εκατοντάδων ατόμων δεν μπορεί να επιτευχθεί μία ουσιαστική κουβέντα αφού, ακόμα και οι υποστηρικτές της αναγκαιότητας αυτής, δεν αντιμετωπίζουν με ανάλογο-δημοκρατικό τρόπο όλες τις τοποθετήσεις της διαδικασίας, με πολλές μεθόδους, τόσο εντός των σχημάτων με τον τρόπο με τον οποίο εν τέλει αποτυπώνεται η σύνθεση των θέσεων των διαδικασιών του, όσο και σε επίπεδο αμφιθεάτρου με τον χρόνο και την προσοχή που δίδεται στις διαφορετικές τοποθετήσεις. Γι΄ αυτό πρέπει μία τέτοια κουβέντα να γίνεται στα σχήματα και σε επόμενο στάδιο να συνολικοποιείται στα συντονιστικά, και όχι το αντίστροφο, το οποίο αποτελεί μιαεκβιαστική μορφή επιβολής θέσεων στις μειοψηφικές φωνές του αμφιθεάτρου. Η αλλαγή αυτή δεν οδηγεί σε αδιέξοδα μόνο για φυσιογνωμικούς προφανώς λόγους αλλά και για την ουτοπική πεποίθηση ότι μπορεί να βρεθεί κοινός τόπος στις φωνές, που απαιτείται για την διαμόρφωση μιας διακήρυξης, εντός του αμφιθεάτρου ΕΑΑΚ χωρίς να υπάρξει αντικειμενική μείωση του περιεχομένου των τοποθετήσεων και των πρακτικών μας (όπως ακριβώς και σε πιθανή άνευ όρων συνεργασία με άλλες δυνάμεις). Η κουβέντα μόνο μέσα από τις κινηματικές διαδικασίες μπορεί να επιτευχθεί,όταν δηλαδή οι αντικειμενικές κοινωνικοπολιτικές συνθήκες θα είναι τέτοιες ώστε να τραβάνε κάθε μόρφωμα, οργάνωση και αγωνιστή/στρια πίσω τους.

Τι εαακ θέλουμε; Ζητήματα δημοκρατίας και συντονισμού

Καταλαβαίνουμε ότι τα ζητήματα που ανακύπτουν είναι βαθιά πολιτικά και αντικατοπτρίζουνσυνολική προβληματική λειτουργία στο εσωτερικό μας. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε, ότι αυτά τα ίδια πολιτικά προβλήματα, την τελευταία περίοδο μας οδήγησαν να μην μπορούμε να βάλουμε συντονισμένα την κατάλληλη πολιτική ιεράρχηση και να δώσουμε τις πολιτικές μάχες αποτελεσματικά στους συλλόγους μας. Εδω ερχόμαστε να αναμετρηθούμε και να επεξεργαστούμε συστηματικά το πρόβλημα της δημοκρατίας μέσα στα σχήματα και στις συντονιστικές τους διαδικασίες δηλαδή τα συντονιστικά πόλης και πανελλαδικά διήμερα.
Το ζήτημα της γραφειοκρατίας στο εσωτερικό του κινήματος και των ΕΑΑΚ είναι συχνό φαινόμενο. Οφείλουμε να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις στην καταπολέμησή της , τόσο στο εσωτερικό του μορφώματος, όσο και του κινήματος. Στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ, πρέπει να διεκδικήσουμε την ισότιμη εκπροσώπηση όλων των σχημάτων κι όχι ποσόστωση ανάλογα με την επιρροή κάθε οργάνωσης στο εκάστοτε σχήμα, όπως επίσης, και το δικαίωμα διαφορετικές τάσεις και απόψεις που θεωρούν ότι μειοψήφησαν να μπορούν να εκφραστούν και να μην καταπνίγονται. Χωρίς να κρατάμε τα ερωτήματα για την αντικαπιταλιστική αριστερά έξω από τα ΕΑΑΚ και τα σχήματα μας,να μπορούμε ωστόσο να περιφρουρήσουμε τα σχήματα ενάντια στις τάσεις παραταξιοποίησης και τον αποκλεισμό ρευμάτων. Το συντονισμό των διαδικασιών πρέπει να αναλάβει γραμματεία που θα αποτελείται από αιρετούς και ανακλητούς εκπροσώπους των σχημάτων και όσους/ες εκτιμούν ότι δεν περιλαμβάνονται στις συνθέσεις των σχημάτων τους. Όλες οι δραστηριότητες και οι θέσεις του σχήματος είναι αναγκαίο να καθορίζονται με τον ισότιμο διάλογο μέσα στο σχήμα, χωρίς “κεκτημένα” και συνεννοήσεις παραγόντων που τα παρακάμπτουν. Δύναμη των ΕΑΑΚ είναι η λειτουργία από τα κάτω. Ακριβώς για τους παραπάνω λόγους πρέπει να υπερασπιζόμαστε και να επιδιώκουμε τον συχνό συντονισμό και την πρωτοκαθεδρία των σχημάτων μέσα στο δίκτυο έναντι των οργανώσεων στις διαδικασίες. Συντονισμό που δε θα συνίσταται σε μια διαρκή και επαναλαμβανόμενη μονόδρομη ροή αποφάσεων και σχεδίων από πάνω προς τα κάτω, αλλά θα εμπεριέχει την ανατροφοδότηση της βάσης από την κορυφή και το αντίστροφο και γι’ αυτό αλλωστε έχει νόημα να υπάρχει . Πιο  συγκεκριμένες προτάσεις με ένα συνολικό σκεπτικό για την αναμόρφωση των πολύ προβληματικών υφιστάμενων διαδικασιών συντονισμού και εσωτερικής δημοκρατίας των ΕΑΑΚ, με βασικές αρχές είναι :
·                     να μιλούν όλα τα σχήματα ως τέτοια (ενάντια σε παραδοξολογίες του τύπου “δημοκρατία δεν είναι γενικώς να μιλάνε όλοι”), πράγμα που θα καταλαμβάνει και το μεγαλύτερο μέρος της διαδικασίας
·                     να εκφράζονται ελεύθερα όλες οι τάσεις και οι μειοψηφίες. Πρέπει να δίνεται η δυνατότητα σε όλους και όλες, που θεωρούν ότι δεν καλύπτονται από την σύνθεση τους σχήματος τους, να τοποθετούνται στα συντονιστικά. Αυτό δεν είναι κάτι που πρέπει να προκύπτει μέσα από ακραίες πιέσεις και συγκρούσεις που εκθέτουν το μόρφωμα, αλλά να θεωρείται αυτονόητο δικαίωμα. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορούν και οι αποφάσεις που παίρνουμε μέσω των κειμένων μας να αντικατοπτρίζουν την πραγματική σύνθεση.
·                     οι οργανώσεις να τοποθετούνται ισότιμα και με προβλεπόμενο τρόπο, χωρίς να καμουφλάρονται πίσω από μονοτασικά σχήματα, πράγμα που εντείνει και τις τάσεις προς διάσπαση σχημάτων
·                     να καταργηθούν τα “μπλοκάκια” που μοιράζουν τις τοποθετήσεις των σχημάτων με βάση τις “ποσοστώσεις” των οργανώσεων
·                     να δίνεται ισότιμος χρόνος σε όλους τους ομιλητές
·                     να εκλέγεται γραμματεία αποτελούμενη από όλες τις τάσεις, η οποία θα αναλαμβάνει το συντονισμό στα διαστήματα μεταξύ των ολομελειακών συντονιστικών διαδικασιών, ώστε να ξεπεραστούν τα “παραγοντομαζέματα” που η βάση των σχημάτων δεν μπορεί να ελέγξει
·                     Πάνω στο ζήτημα του πως συγγράφονται τα κείμενα, είναι πολύ σημαντικό αυτή η διαδικασία να είναι αποκλειστική δουλειά των αιρετών και ανακλητών εκπροσώπων των σχημάτων. Δεν είναι δυνατό, αυτό να το αναλαμβάνουν οι εκπρόσωποι των οργανώσεων, χωρίς καμία ανάδραση με την διαδικασία του συντονιστικού. Αυτός είναι και ο λόγος που τα τετρασέλιδα καταλήγουν να είναι απλά η σύνθεση των οργανώσεωνκαι όχι κτήμα και αποτέλεσμα της συζήτησης των σχημάτων. Η δημοκρατία σε αυτό το επίπεδο είναι κάτι που πρέπει να το διεκδικούμε στο τώρα(!) και να μην υπεκφεύγουμε μεταθέτοντας την στο μέλλον, λέγοντας ότι αυτή θα κατακτηθεί μέσα από ένα άλλο οργανωτικό μοντέλο που δεν έχουμε αποκτήσει ακόμα. Η υπεκφυγή πάνω σε αυτό το ζήτημα αποτελεί πολιτική απόφαση. Θέλουμε δημοκρατικές διαδικασίες τόσο στη συγγραφή του τετρασέλιδου όσο και στην διαδικασία του συντονιστικού συνολικά.
Η επίγνωση της ανεπάρκειας μιας κινηματικής δομής θα πρεπει να μας οδήγει στο χτίσιμο μιας ανώτερης δομής με τα αναγκαία και αναβαθμισμένα χαρακτηριστικά με κριτήριο την αποτελεσματικότητα τους για το κίνημα και όχι στην οπισθοδρόμηση σε συνδικαλιστικά μορφώματα που έχουν δείξει τα ιστορικά τους όρια.

Για το “hot” ζήτημα του διημέρου…
Μέσα από αυτή τη μακροσκελή ανάλυση για την κουβέντα στο εσωτερικό των εαακ, δεν αναλωνόμαστε σε μια ομφαλοσκόπηση που στην πραγματικότητα δεν αφορά κανένα. Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι δεν πρόκειται για ένα παιχνίδι εσωτερικών διαφωνιών, μικροηγεμονιών ή μικροπολιτικής. Οι διαφωνίες εντός του μορφώματος υπάρχουν λόγω τωναντιμαχόμενων εσωτερικών σχεδίων για το αν και πώς θα βγει κίνημα, με τι περιεχόμενο, με ποιες δομές κλπ και άρα ως τέτοιες πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε. Ακριβώς γι’ αυτό, είναι κομβικής σημασίας να μην υποτιμήσουμε ούτε στο ελάχιστο τα γεγονότα του τελευταίου διαστήματος στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, όπως και να μην τα αντιμετωπίζουμε με έναν καφενιακό ή κοτσομπολίστικο τρόπο.
Είναι γεγονός, ότι οι συσχετισμοί στην παρούσα συγκυρία είναι αρνητικοί τόσο σε επίπεδο εχθρού, όσο σε επίπεδο κινηματικού παράγοντα και συμμαχιών, στοιχεία που αναφέρθηκαν και προηγούμενως. Τα σχέδια που προτείνονται εντός του χώρου δείχνουν τεράστια αδυναμία να ξεπεράσουν μια κατάσταση που υπάρχει εδώ και δύο χρόνια -όσο καλά κι αν φαίνεται ότι ξέρουν να την αναλύουν- με αποτέλεσμα να κάνουμε τεράστια βήματα προς τα πίσω, όσον αφορά το πολιτικό περιεχόμενο αλλά και την πρακτική μας ως χώρος συνολικά. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι το πόσο προβληματικό είναι να περιμένουμε τον ξυλαδαρμό κάποιου φοιτητή από τα τάγματα εφόδου της Χ.Α. για να βγούμε στο δρόμο. Και πόσο ακόμα πιο προβληματικό είναι να έχει υπάρξει ξυλοδαρμός κι εμείς να ΜΗΝ είμαστε στο δρόμο, αν κρίνουμε από την τεράστια απουσία των σχημάτων και την ελλειπέστατη παρουσία του χώρου. Με λίγα λόγια, είναι καταφανές ότι η συγκυρία απαιτεί άμεσα και ισχυρά αντανακλασικά σε επίπεδο δικιάς μας απάντησης, δεν υπάρχει χώρος και χρόνος για λάθος χειρισμούς ή πολιτικά αδιέξοδα, γι’ αυτό και πρέπει να στρέψουμε το βλέμμα στο τι αντιπρόταγμα θέλουμε εμείς να δώσουμε, ποια είναι η δική μας απεύθυνση, πώς θα καταφέρουμε να εκφράσουμε τις ανησυχίες των συλλόγων, ποιος είναι αυτός ο χάρτης των αιτημάτων που θα πρέπει να υιοθετήσουμε ξεκινώντας από το μικρότερο και καταλήγοντας στο μεγαλύτερο.
Σε μια τέτοια κρίσιμη συγκυριακή κατάσταση, αν αντιλαμβανόμαστε τη σημασία της πολιτικής πρακτικής των σχημάτων στην καθημερινότητα ιστορικά, είναι επόμενο να μην μπορούμε να ανεχτούμε λογικές που βάζουν αναχώματα σε ένα σχέδιο που προσπαθεί να ανασηκωθεί και να περιγράψει κάτι ανά τους συλλόγους. Είναι κομβικό να αναφέρουμε ότι τα εαακ έχουν δομηθεί πάνω στον κοινό σχεδιασμό μέσα από τις διαφωνίες, έχουν βγάλει κινήματα μέσα από αυτές και πιθανά να μην μπορούν να υπάρξουν με τον ίδιο τρόπο χωρίς αυτές τις διαφωνίες. Αυτό σημαίνει ότι αν κάποιο σχήμα διαφωνεί με την πρακτικη ή το περιεχόμενο άλλων σχημάτων ή  αν κάποιος/α αγωνιστής/ρια δεν εκφράζεται από το σχήμα του, ΔΕΝ θα πρέπει να σιωπήσει και να υλοποιήσει ένα άλλο σχεδιασμό. Ίσα-ίσα, τα εαακ οφείλουν να δίνουν χώρο και χρόνο στην πολιτική τοποθέτηση και έκφραση των μειοψηφιών. Όταν όμως ένα σχέδιο ξεχνάει ότι στα εαακ υπάρχουν διαφωνίες και προσπαθεί να τις υπερβεί και να ηγεμονεύσει επί αυτών, θέτει υπό διακύβευση πολλά ζητήματα που εμείς τουλάχιστον θεωρούμε κομβικά για την προοπτική και την ανάδειξη του ταξικού παράγοντα με μαζικό και ισχυρό τρόπο.
Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, το τελευταίο διάστημα απειλήθηκε με πολλούς τρόπους η έννοια του δικτύου ως τρόπο ύπαρξης, επικοινωνίας και παραγωγής γραμμής των εαακ, η αυτοτέλεια των σχημάτων, η από τα κάτω λειτουργεία τους, η ανάδρασή τους με τον κοινωνικό χώρο μέσα στον οποίο παρεμβαίνουν και υλοποιούν το σχεδιασμό τους. Τα παραδείγματα είναι πολλά, αλλά θα επιμείνουμε σε μια πολιτική κριτική και αναγνωρίση των πραγμάτων. Αυτό σημαίνει, ότι μια μειοψηφική λογική όχι απλά εκφράστηκε και ακούστηκε στο σύνολο των σχημάτων, αλλάπροσπάθησε να επιβάλλει το σχεδιασμό της με τρόπο που δεν έχει καμιά σχέση με το πώς θέλουμε να λειτουργούν και να υπάρχουν τα σχήματα και κατά συνέπεια και το κίνημα, όσο κι αν κάποιος πιστεύει ότι τον «τρώει το δίκιο». Όταν εδικά η λογική η οποία επιχειρεί να επιβληθεί, το μόνο που έχει να προτάξει ανά τα χρόνια είναι ο ταξικός συμβιβασμός και «η μπάλα χαμηλά» ως ταβάνι πολιτικού περιεχομένου σε όλες τις μάχες τις οποίες τα εαακ έδωσαν ανά περιστάσεις, για εμάς τίθεταιπραγματικό ερώτημα του κατά πόσο μια τέτοια λογική έχει να προσφέρει στο κίνημα και στο ίδιο το μόρφωμα.
Αντιλαμβανόμαστε ότι η στάση απέναντι σε μια λογική και μια πρακτική που δεν βοηθάει τα εαακ να κάνουν βήματα, πρέπει να είναι πολύ συγκεκριμένη. Η λύση σε μια τέτοια διαφωνία δεν είναι σίγουρατο «σφύξιμο» του μοντέλου λειτουργίας των εαακ, ως άμεση απόκρυψη των διαφωνιών και επιβολή της πλειοψηφίας μια και καλή, λογική μάλιστα που επιχειρείται και από το νέο μοντέλο λειτουργίας που θέλει να παρουσιάσει και η μειοψηφική λογική. Από την άλλη, ούτε η εκμετάλλευση της απογοήτευσης που δημιουργεί η συγκεκριμένη διαφωνία για να προταθεί η ενιαιομετωπική λογικήπου θα τα λύσει όλα διά μαγείας είναι η λύση, πόσο μάλλον όταν στην πραγματικότητα αυτή η λογική φοβάται να αντιπαρατεθεί γιατί πρόκειται για μόρφωμα κοινής ιδεολογικής ρίζας και συμμάχου στον σχεδιασμό του επόμενου διαστήματος.
Φαίνεται λοιπόν, ότι όλοι σε αυτό το αμφιθέατρο μιλάμε για συντονισμό των εαακ, για ενότητα στη δράση, για κίνημα, για συλλόγους, για εσωτερική δημοκρατία, αλλά το ποιος προσπαθεί όντως για αυτά τα πρωτόλυου επιπέδου ζητήματα είναι πραγματικό ερώτημα. Η θυματοποίηση, η καταγγελιολογία, η παράθεση γεγονότων μακρυά από την πραγματικότητα, η τοποθέτηση που δεν θέλει να δει το περιεχόμενο της διαφωνίας αλλά πιστεύει ότι φταίει ο σεχταρισμός των άλλων και μόνο, επιβεβαίωνει την απουσία επιθυμίας να σχεδιάσουμε από κοινού το επόμενο διάστημα, τηνεκούσια προσπάθεια διάλυσης του μορφώματος και αποδεικνύει για άλλη μια φορά τη μη δυνατότητα ζύμωσης όχι απλά με μια λογική που δεν λειτουργεί δημοκρατικά, αλλά με μια λογική που για ακόμα μια φορά στην πραγματικότητα επιχειρεί να στρέψει τα εαακ σε ένα άλλο σχέδιο «ούτε ρήξη ούτε υποταγή».
Αν το πολιτικό περιεχόμενο, ο σχεδιασμός, το δίκτυο, η λειτουργία είναι διακύβευμα στο σήμερα, εμείς οφείλουμε να τα διασφαλίσουμε. Ακριβώς για αυτό, η πολιτική διαφωνία οφείλει να μπει με τρόπο πολιτικό από όλα τα σχήματα, καθώς αυτός είναι ο μόνος τρόπος να κάνουμε βήματα μπροστά ως εαακ, ακόμα και αν αυτό σημαίνει αναγκαστική ρήξη. Από την άλλη, μπορούμε να επιλέξουμε να αποφύγουμε το πολιτικό ερώτημα, να βγούμε διαλυτοποιημένοι από αυτή τη διαδικασία, να ξοδέψουμε χρόνο στην επανασύγκρότησή μας και να έχουμε κάνει ένα πολύ μεγάλο δώρο στον αντίπαλο, με εαακ ανύπαρκτα και αδύναμα. Εμείς θα επιλέξουμε τον πρώτο δρόμο, θα επιχειρήσουμε να σχεδιάσουμε για τις σημαντικές μάχες του επόμενου διαστήματος είτε αυτό λέγεται φοιτητικές εκλογές, είτε 2η αξιολόγηση, είτε νομοσχέδιο για την παιδεία, είτε λέγεται αντιφασισμός, είτε αντισεξισμός και θα προσπαθήσουμε, αν και μία ακόμα μειοψηφική λογική στα εαακ, να δοκιμάσουμε το σχέδιο μας στους συλλόγους και στο κίνημα και όχι στα σπασμένα κεφάλια των συντρόφων και των συντροφισσών.


Ανακοίνωση-Καταγγελία στις δυνάμεις της ΚΝΕ

Μαρτίου 28, 2017

Ως ΟΚΔΕ-ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ καταγγέλλουμε απερίφραστα την τραμπούκικη και οργανωμένη από μεριάς ΚΝΕ, επίθεση σε μέλη των σχημάτων ΕΑΑΚ ΕΜΠ και ΕΚΠΑ την Πέμπτη 23/3. Καταγγέλλουμε επίσης την απαράδεχτη κατηγορία του ΜΑΣ που προηγήθηκε της επίθεσης που παρουσίαζε τα ΕΑΑΚ ως συνεργούς της αστυνομίας και της κυβέρνησης, η οποία στάθηκε και ως αφορμή για τα γεγονότα της Πέμπτης.

Συγκεκριμένα, στην κινητοποίηση στο Υπουργείο Παιδείας την Τετάρτη 22/3, τα σχήματα της ΕΑΑΚ βρέθηκαν στα πανό των φοιτητικών συλλόγων στηρίζοντας έμπρακτα τα αιτήματα των μαθητών που βρίσκονταν εκεί αλλά και τα αιτήματα των γενικών συνελεύσεων των φοιτητικών συλλόγων. Είναι πεποίθηση μας ότι πέρα από το περιεχόμενο του πολιτικού πλαισίου μέσα στο οποίο εντάσσονται οι όποιες διεκδικήσεις μας, το αποτέλεσμα ενός αγώνα, κρίνεται επίσης από την μαζικότητα αλλά και από πρακτικές επιθετικής διεκδίκησης. Έτσι, πήραμε την επιλογή να μπούμε στον χώρο του Υπουργείου αψηφώντας τις απαγορεύσεις, εξασφαλίζοντας την είσοδο σε όλους τους φοιτητές και μαθητές, ώστε να μπορέσουμε όντως να ασκήσουμε την πίεση που είναι απαραίτητη ώστε αυτός ο αγώνας να είναι νικηφόρος. Λόγω αυτής της επιλογής μας, κατηγορηθήκαμε ότι προσπαθούμε αντιθέτως να υπονομεύσουμε την κινητοποίηση, καθώς δεν επιθυμήσαμε μια συζήτηση δια αντιπροσώπων, χωρίς το ίδιοτ το φοιτητικό/μαθητικό κίνημα. Η πάγια στάση της ΚΝΕ για κλειστές συζητήσεις αντιπροσώπων, όπως συνηθίζεται στις διαδιακασίες φοιτητικών συλλόγων όπου το Διοικητικό Συμβούλιο αποτελεί τον χώρο όπου αρχίζει και τελειώνει η πολιτική της, δείχνει την περιορισμένη προοπτική που δίνει στον ίδιο τον αγώνα, διατηρώντας το προφίλ της δύναμηςαπόσβεσης αντιπαραθέσεων και περιχαράκωσής οποιαδήποτε στοιχείου αθορμητισμού που υπάρχει στις συγκρούσεις της ταξικής πάλης.

Την επόμενη μέρα 23/3,η ΚΝΕ, μέσω του ΜΑΣ, επιχείρησε να διαπομπεύσει τον ρόλοι της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στο κίνημα, διατυμπανίζοντας τις κατηγορίες για εξίσωση της δράσης της με την δράση των μονάδων καταστολής της αστυνομίας. Τα βίαια γεγονότα που ακολούθησαν βασίστηκαν σε αυτή την υπερφυσική αφορμή. Μέλη του ΜΑΣ, επιτέθηκαν σε συντρόφους μας στο χώρο του Φυσικού, ενώ τα γεγονότα κορυφώθηκαν στο χώρο της ΣΕΜΦΕ, με μία οργανωμένη επίθεση μελών του ΜΑΣ και του ΠΑΜΕ σε φοιτητές και φοιτήτριες, προξενώντας τους σωματικές βλάβες. Πρωτοφανές ωστόσο είναι και η ακόλουθη στάση της ΚΝΕ, καθώς εκλάπησαν προσωπικά αντικείμενα συντρόφων και συντροφισσών.

Η στροφή στην πολιτική στάση της ΚΝΕ μετά το 2013 και το ξεπούλημα της απεργίας των διοικητικών υπαλλήλων έρχεται να δέσει με μια σειρά τέτοιων γεγονότων πανελλαδικά. Το κλίμα συσπείρωσης που δημιουργούν οι τεχνητές αφορμές λειτουργεί ως αντίβαρο σε ένα γενικότερο κλίμα που η ΚΝΕ όσο και να προσπαθεί να το αποφύγει την έχει περικυκλώσει. Τόσο στο επίπεδο νεολαίας, με την ΚΝΕ να αναλαμβάνει τον ρόλο της υπεύθυνσης αριστερής δύναμης που υπερασπίζεται τα συντηρητικά μικροαστικά συμφέροντα εντός του φοιτητικού κινήματος, όσο, και πιο έντονα, συνολικότερα στα επίπεδα της ταξικής πάλης , με το ΚΚΕ να δίνει στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τον πρώτο λόγο για το πότε θα μπει απεργία για το ασφαλιστικό την άνοιξη του 2015, με όλη την συνδικαλιστική γραφειοκρατία να υποστηρίζει τον σχεδιασμό του και την μάχη να χάνεται, αλλά λίγο νωρίτερα, στο αγροτικό κίνημα, να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στον συμβιβασμό με την κυβέρνηση.

Τα σχήματα ΕΑΑΚ Αθήνας, λίγες μέρες μετά το συντονισμό τους σε επίπεδο πόλης, ήρθαν αντιμέτωπα με δυσκολίες που αφορούσαν τόσο στην αντιμετώπιση της επανεμφάνισης των φασιστών στις σχολές όσο και μίας πολύ επιθετικής ΠΑΣΠ που επίσης κινείται επιθετικά απέναντι σε σχηματίες σε διάφορες σχολές. Ωστόσο, η ΚΝΕ επιλέγει να αποπροσανατολίσει. Αυτή η διαστρέβλωση εκφράζεται καθημερινά και ανέκαθεν, με τις αμέτρητες καταγγελίες και συκοφαντίες προς τα ΕΑΑΚ, ταυτόχρονα με την παντελή απουσία τους ενάντια στις πραγματικές δυνάμεις καταστολής και την φασιστική απειλή. Εδώ μπαίνει ένα πολύ σοβαρό ερώτημα για τον ποιο θεωρεί εν τέλει εχθρό της η ΚΝΕ.Η συγκεκριμένη τακτική δείχνει ότι η ΚΝΕ βασίζει την επιτυχία του όχι στο αποτέλεσμα της αποτελεσματικότητας της δικής της πρακτικής, αλλά στο κατά πόσο θα απονεκρώσει τα υγειή κομμάτια του κινήματος γύρω της.

Οι αλλεπάλληλες προσπάθειες του αστικού μπλοκ, να υπονομεύσει τους αγώνες της νεολαίας, με ποινικές διώξεις αγωνιστών, με την αμφισβήτηση του πανεπιστημιακού ασύλου ως ορμητήριο κοινωνικών αγώνων, με όξυνση της καταστολής, με το παραλήρημα των ΜΜΕ περί «κόκκινης ανομίας» κλπ λειτουργούν ως μοχλός πίεσης για την εμπέδωση της αστικής επίθεσης στην νεολαία. Σε αυτή την κατάσταση, η ΚΝΕ αντί να αντιπαρατεθεί με το αστικό ιδεολόγημα που λέει ότι «οι αριστεροί είναι τραμπούκοι» κατέληξε να προσθέτει το επιχείρημα «οι αριστεροί δέρνονται σαν τα σκυλιά στην ΣΕΜΦΕ». Το ζήτημα της υπονόμευσης του πανεπιστημιακού ασύλου είναι μία μάχη που περνά μέσα από την καθημερινή σύγκρουση με το αστικό μπλοκ, δηλαδή ακόμα μία μάχη που η ΚΝΕ αρνείται να δώσει. Στόχος των ΕΑΑΚ είναι το άσυλο να πάρει σάρκα και οστά μέσα από τους μαχητικούς συλλόγους και τις δράσεις τους, και όχι μέσα από μικροπολιτικά παιχνίδια ηγεμονίας.

Συμπερασματικά, δεν μπορεί να υπάρχουν παρερμηνείες ως προς την αιτία των γεγονότων. Μία κομμουνιστική οργάνωση που λόγω των αντιφάσεων της δικής της γραμμής είναι ανεπαρκής στο κίνημα, καταλήγει να είναι ανεπαρκής και για τα ίδια της τα μέλη.  Και όταν αυτά τα μέλη δεν μπορούν να συγκροτηθούν πάνω σε ένα κινηματικό σχέδιο, η γραφειοκρατία αυτών των οργανώσεων διαλέγει να τα ενοποιήσει στην αντιμετώπιση ενός φανταστικού «εξωτερικού εχθρού». Ως ΟΚΔΕ-Σπάρτακος με την παρέμβαση μας στα σχήματα παλεύουμε για την ενιαία έκφραση του κινήματος απέναντι στις αστικές πολιτικές, τους μηχανισμούς και τους εκφραστές της, και σε αυτή την κατεύθυνση, τα ίδια τα σχήματα πάντα καλούσαν όλες τις αριστερές μαχόμενες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της ΚΝΕ, σε κοινή πάλη. Η λογική της διάσπασης του κινήματος, που πρεσβεύει η ΚΝΕ, που την έχει φέρει στο σημείο να απέχει απ’ όλες τις σημαντικές μάχες της γενιάς μας τα τελευταία χρόνια, μας βρίσκει ανέκαθεν αντίθετους και μας έχει φέρει και πολλές φορές σε αναβαθμισμένη αντιπαράθεση. Μία ΚΝΕ που προσπαθεί να ντουρώσει τα μέλη της με ξύλα και την στοχοποίηση αγωνιστών/τριών, που θυμάται τους φασίστες και τους μπάτσους μόνο στα κείμενα της και όχι στην καθημερινή παρέμβαση, που δεν αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητα της επιθετικής διεκδίκησης στους αγώνες του σήμερα, είναι μία ΚΝΕ επικίνδυνη για το κίνημα. Τα σχήματα ΕΑΑΚ, που προσπαθούν να συσπειρώσουν όλο το αγωνιζόμενο κομμάτι των φοιτητικών συλλόγων, είμαστε σίγουροι/ες  ότι δεν θα καταδικάσουν απλά τις λογικές αυτές, αλλά θα κάνουν στην πράξη ό,τι περνά απ΄ το χέρι τους, ώστε αυτές να απομονωθούν.





Η πολιτική συγκυρία σήμερα

Δεκεμβρίου 04, 2016
Μετά από οχτώ χρόνια συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης, ο καπιταλισμός δεν φαίνεται να σταθεροποιείται ούτε οικονομικά, ούτε πολιτικά. Οι απόψεις ότι η καπιταλιστική οικονομία ανακάμπτει έχουν διαψευσθεί. Όλα δείχνουν ότι η κατάσταση παραμένει ρευστή και ότι εξακολουθούν να υπάρχουν μεγάλες εξεγερτικές δυνατότητες στο κοντινό μέλλον, παρόλο που ο συσχετισμός δυνάμεων φαίνεται να είναι εναντίον μας.

Η πολιτική κατάσταση χαρακτηρίζεται από την ανάγκη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να περάσει την 2η αξιολόγηση και γι' αυτό πρέπει να ψηφίσει μια σειρά μέτρων εις βάρος της εργατικής τάξης. Επίκεντρο αυτών των μέτρων είναι το νομοσχέδιο για τα εργασιακά που προβλέπει ένα πιο ασφυκτικό περιβάλλον για τους εργαζόμενους/ες, όπως η απελευθέρωση των απολύσεων, οι αλλαγές στην συνδικαλιστική δράση και ο υποκατώτατος μισθός για τους νέους/ες. Η κυβέρνηση προκειμένου να τηρήσει τις μνημονιακές της δεσμεύσεις απέναντι στα ντόπια αφεντικά και τους διεθνείς οικονομικούς και πολιτικούς οργανισμούς, ετοιμάζει ένα νέο γύρο λιτότητας και επίθεσης ενάντια στα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας, μιας και η συζήτηση για το ασφαλιστικό φαίνεται να ξανανοίγει σε ένα επόμενο διάστημα. Παράλληλα, οι ιδιωτικοποιήσεις των κοινωνικών αγαθών και του δημόσιου πλούτου συνεχίζονται με τις επιχειρήσεις και τους εργολάβους που τις αναλαμβάνουν να βγάζουν τεράστιο κέρδος.

Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση επιλέγει τον ανασχηματισμό του κυβερνητικού επιτελείου, απομακρύνει ή να μεταθέτει, δηλαδή, όσους/ες δεν έφεραν σε πέρας το μνημονιακό τους έργο και τοποθετούνται σε καίριες θέσεις όσοι/ες έχουν καλές σχέσεις με το σκληρό πυρήνα του επιχειρηματικού χώρου. Προφανής είναι εξάλλου η ενίσχυση της ακροδεξιάς συνιστώσας της κυβέρνησης και η υποταγή της στο κοινωνικό συντηρητισμό. Είναι φανερό ότι αυτές οι κινήσεις περισσότερο αντανακλούν την αδυναμία της κυβέρνησης και όχι την ικανότητα της να διατηρεί τον έλεγχο. Την ίδια στιγμή η Δεξιά προσπαθεί να αναδιοργανωθεί και να αντεπιτεθεί, αν και με τόσο απαξιωμένο και φθαρμένο πολιτικό προσωπικό και με την τόσο πρόσφατη οδυνηρή εμπειρία της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου είναι δύσκολο να το καταφέρει σύντομα.

Η κυβέρνηση έχει βάλει την υπογραφή της στην κατάπτυστη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, δεν παίρνει θέση για τις επιθέσεις ενάντια στους πρόσφυγες, αλλά αντίθετα συνεχίζει την πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων σε βάρος των προσφύγων και των μεταναστών/τριών. Ταυτόχρονα, συνεχίζει την αντιδραστική συμφωνία Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου-Ισραήλ, επέκτεινε τη ΝΑΤΟική βάση στη Σούδα και κάνει πολεμικές ασκήσεις στα σύνορα με την Αλβανία και όχι μόνο. Το ελληνικό κράτος δεν μένει αμέτοχο στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Η όξυνση με την Τουρκία του Ερντογάν δεν είναι μια μονομερής ενέργεια της αυταρχικής κυβέρνησης του διπλανού κράτους, αλλά μια εκατέρωθεν ενδο-ιμπεριαλιστική κοκορομαχία. Πρώτα απ' όλα, σαν αντικαπιταλιστές/στριες, οφείλουμε να αντιταχθούμε στην εμπλοκή του δικού μας κράτους στον πόλεμο, καταγγέλλοντας τις περιφερειακές ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες της ελληνικής αστικής τάξης.

Η κυβέρνηση συνέχισε να προκαλεί, με την επίσκεψη του απερχόμενου προέδρου των ΗΠΑ, και μάλιστα στο τριήμερο του Πολυτεχνείου. Η συνάντηση, μάλιστα, χρησιμοποιήθηκε από το ΣΥΡΙΖΑ σαν μια προσπάθεια αναζήτησης “συμμάχων” και σαν “χαρτί διαπραγμάτευσης”, προκειμένου, υποτίθεται, να βελτιώσει τις “ελληνικές θέσεις” εντός της ΕΕ. Μια πολιτική λογική που μόνο φαντασιακή μπορεί να είναι. Η ΕΕ είναι ένας θεσμός που δεν μεταρρυθμίζεται. Από την άλλη, κανένας πρόεδρος των καπιταλιστικών ΗΠΑ δεν θα βάλει τίποτα πάνω από τα συμφέροντα της ιμπεριαλιστικής αστικής του τάξης. Η επίσκεψη Ομπάμα βρήκε ένα μαζικό κίνημα που συγκρούστηκε με τις ιμπεριαλιστικές λογικές των ΗΠΑ, αλλά και την πολιτική του ελληνικού κράτους. Δεν πρόκειται για μια εχθρότητα εναντίον του αμερικανικού λαού συλλήβδην, ένα μεγάλο μέρος του οποίου ήδη διαδηλώνει μαζικά και μαχητικά εναντίον του νέου προέδρου Τραμπ. Ήταν μια κίνηση εναντίον του πιο επιθετικού καπιταλιστικού κράτους στον κόσμο, με το οποίο το ελληνικό κράτος είναι ιστορικά σύμμαχο. Ήταν μια συνέχεια του κινήματος αλληλεγγύης στους πρόσφυγες και μετανάστες/στριες, που είχε ξεσπάσει ένα προηγούμενο διάστημα, το οποίο αντιτάσσεται στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και τον πόλεμο.

Με βάση τις κατευθύνσεις του 3ου μνημονίου συνεχίζεται και η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση από την πλευρά κυβέρνησης/ΕΕ/κεφαλαίου. Η κρατική χρηματοδότηση των σχολών μειώνεται ολοένα και περισσότερο, κάτι που στρέφει με ξεκάθαρο τρόπο το πανεπιστήμιο στην αναζήτηση νέων πόρων, δηλαδή στην αυτοχρηματοδότηση. Οι ανάγκες καλούνται να καλυφθούν από ιδιωτικά κεφάλαια στο πεδίο επένδυσης που διαμορφώνεται, με το χαρακτήρα του πανεπιστημίου να επιχειρηματοποιείται σταδιακά. Αυτά τα κεφάλαια σταδιακά θα χρησιμοποιούνε τις χορηγίες τους για να ελέγξουν πιο άμεσα την διαδικασία της εκπαίδευσης που παρέχεται, με προφανή σκοπό την εξυπηρέτηση των συγκυριακών τους αναγκών σε εργατικό δυναμικό.

Το προσχέδιο νόμου, που κατέθεσε ο Φίλης, για την εκπαίδευση προβλέπει αύξηση της ποσότητας των μεταπτυχιακών και των προσφερόμενων θέσεων σε αυτά, σε μια κατεύθυνση μεγαλύτερης εξειδίκευσης του μελλοντικού εργατικού δυναμικού, με με ανταλλαγή ένα τέλος εγγραφής. Παρατηρούμε δηλαδή ότι επιχειρείται αύξηση της εξειδίκευσης στον μεταπτυχιακό τομέα, κάτι το οποίο δεν μπορεί παρά να στρώνει στην πραγματικότητα τον δρόμο για την μεταβολή του περιεχομένου και της δομής του προπτυχιακού. Τα πανεπιστήμια θα κληθούν το επόμενο διάστημα να αναδιαμορφώσουν προγράμματα σπουδών που θα ανταποκρίνονται στα νέα δεδομένα και τις ανάγκες της αγοράς εργασίας (με την εισαγωγή κατευθύνσεων, τον περιορισμό και την εξειδίκευση του επιστημονικού αντικειμένου, κλπ), όπως γίνεται ήδη σε μια σειρά σχολών.

Την ίδια στιγμή, οι διατάξεις και οι ρυθμίσεις που αφορούν το μοντέλο διοίκησης του πανεπιστημίου προτείνουν τη λογική των Συμβουλίων Ιδρύματος, ως θεσμό διαφόρων εξω-πανεπιστημιακών ατόμων και των καθηγητών που συστηματικά συμβάλλουν να υποστηρίζουν τον εκάστοτε εκπαιδευτικό νόμο. Αναδεικνύονται σε ανώτατα αποφασιστικά όργανα ενός ιδρύματος, που σε συνδυασμό με την εκχώρηση όλο και περισσότερης εξουσίας σε άτομα αντί συλλογικών οργάνων, δικαιούνται να μονοπρακτούν και να επιβάλλουν τις επιταγές του Υπουργείου στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Στην πραγματικότητα μιλάμε για ένα όλο και πιο αντιδημοκρατικό μοντέλο λειτουργίας, που δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε έννοια συλλογικής έκφρασης και διεκδίκησης, αλλά αντίθετα προσπαθεί να επιφέρει την πειθάρχηση των φοιτητών, για να μην αντιδράσουν απέναντι στη εφαρμογή του όποιου νόμου αφορά την φοιτητική τους καθημερινότητα και το μέλλον τους.

Με τις παραπάνω αλλαγές που προετοιμάζονται στο ελληνικό πανεπιστήμιο, γίνεται ξεκάθαρο ότι θα απευθύνεται σε ολοένα και λιγότερους και πιο εκλεκτούς, ενώ ταυτόχρονα ο χαρακτήρας που τον διέπει μετατρέπεται σταδιακά σε επιχειρηματικό. Αυτό σημαίνει ότι για να ξεπεραστεί η ανεπάρκεια των μειωμένων κονδυλίων, ρίχνει το βάρος του κόστους σπουδών στους φοιτητές επιδιώκοντας να βρεθεί μια τομή ανάμεσα στις παροχές που προϋπήρχαν και στα παρόντα διαθέσιμα κονδύλια. Τα στρώματα που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν σε αυτές τις απαιτήσεις, απομακρύνονται όλο και περισσότερο από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, είτε με τον άμεσο τρόπο, μη ανταποκρινόμενοι στην καθημερινότητα, είτε με έμμεσο τρόπο, διαλέγοντας έναν άλλο δρόμο μετά το Λύκειο, αυτόν της επαγγελματικής κατάρτισης ή της πρόωρης ένταξης στην παραγωγική διαδικασία ως ανειδίκευτο δυναμικό.

Την ίδια στιγμή που οι δεξιότητες και τα επαγγελματικά δικαιώματα τα οποία παρέχονται σε προπτυχιακό επίπεδο συρρικνώνονται και κατακερματίζονται, δημιουργείται η ανάγκη για εντατική συνεχή εκπαίδευση και μετά το πτυχίο. Αυτό το ατέρμονο κυνήγι προσόντων θέτει τα κομμάτια του φοιτητικού σώματος που αναγκάζονται να εργαστούνε εκτός της εκπαιδευτικής διαδικασίας και συγκροτεί περεταίρω ταξικούς φραγμούς και σε ένα επόμενο στάδιο μετά τη σχολή επιμηκύνοντας το απαιτούμενο κόστος. Τα άτομα προσέρχονται στην αγορά εργασίας με άνισες εκπαιδευτικές αποσκευές, με δυνατότητα παροχής πολλών και διαφορετικών επιπέδων ικανοτήτων και ατομικές διαδρομές, που θα εξασφαλίζονται από ένα νέο, πιο ταξικό εκπαιδευτικό σύστημα.

Βασικός στόχος της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης είναι η διαμόρφωση ενός νέου μοντέλου εργαζομένου. Μια προσπάθεια που φαίνεται να έχει ξεκινήσει στο εσωτερικό των σχολών με την όξυνση του ανταγωνισμού και του κοινωνικού κανιβαλισμού μεταξύ των φοιτητών. Δημιουργούνται φοιτητές διαφορετικών ταχυτήτων, και κατ' επέκταση εργαζόμενοι που θα κληθούν να επιβιώσουν πατώντας επί πτωμάτων στην αγορά εργασίας την επόμενη μέρα. Στόχος των επιλογών αυτών, είναι η δημιουργία μελλοντικών εργαζόμενων με πτυχία που θα τους καθιστούν πιο ευέλικτους, πιο αναλώσιμους και πιο πειθήνιους στην αγορά εργασίας. Με λίγα λόγια, το νέο μοντέλο εργαζόμενου έχει συνηθίσει από νωρίς την αλλοτρίωση που πρόκειται να δεχτεί με το που μπει στην παραγωγική διαδικασία. Σ’ αυτό συντελεί και η εξατομικευμένη διαμόρφωση του πτυχίου που δεν αφήνει περιθώριο για συλλογικές διεκδικήσεις και κοινά κεκτημένα, αλλά ανοίγει το νέο δρόμο ατομικής διαπραγμάτευσης με την εργοδοσία. Αυτή η διαδικασία έχει ήδη εκκινήσει με την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων που επιχειρεί το νομοσχέδιο για τα εργασιακά. Είναι ξεκάθαρο πως το εργατικό δυναμικό στην περίοδο της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος πρέπει να προσφέρει την εργατική του δύναμη με ολοένα και μικρότερο κόστος και με ολοένα και λιγότερα δικαιώματα.

Κόντρα στην γενικευμένη απογοήτευση και ηττοπάθεια που κυριαρχεί, το φοιτητικό κίνημα οφείλει να δώσει απάντηση στην επίθεση που δέχεται η νεολαία και η εργατική τάξη. Παρόλο που βρισκόμαστε σε μια περίοδο μειωμένης ταξικής πάλης, οι ευκαιρίες για ρήγματα στο σύστημα είναι πολλές και μπορεί να υπάρξει ένα φοιτητικό κίνημα που θα ταράξει τα νερά της υπάρχουσας κατάστασης και να παίξει πρωτοπόρο ρόλο προς μια αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.


Το φοιτητικό κίνημα οφείλει να μετατρέψει την αναμενόμενη οργή που θα ξεσπάσει σε μια ταξικά προσημασμένη κίνηση, το οποίο είναι εξαρτημένο αδιαμφισβήτητα από ένα πολιτικό μόρφωμα που θα μπορεί να σηκώσει τείχος ενάντια σε κάθε λογική κατευνασμού των αντιπαραθέσεων που θα επιχειρήσει η κυβέρνηση, η οποία εκλέχτηκε στη βάση της υποταγής στη διαπραγμάτευση και της αποδοχής της ταξικής ήττας. Το πολιτικό περιεχόμενο, επομένως, για να ριζώσει ένα, στην προκειμένη περίπτωση φοιτητικό, κίνημα είναι να αμφισβητήσει συνολικά τη διαπραγμάτευση και την συνδιαμόρφωση στις αποφάσεις των αστικών και υπερεθνικών μηχανισμών, προτάσσοντας το συνολικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα μεταβατικών διεκδικήσεων.


Από το Blogger.