1. Το αποτέλεσμα των φοιτητικών εκλογών είναι μία θετική εξέλιξη αφού δίνει ανανεωμένη διάθεση στους αγωνιστές και τις αγωνίστριες του φοιτητικού κινήματος για την κρίσιμη μάχη ενάντια στην εγκατάσταση της ΟΠΠΙ και της ελεγχόμενης εισόδου στους χώρους των πανεπιστημίων. Εκφράζει την αγανάκτηση που νιώθουν οι φοιτητές και οι φοιτήτριες συνολικά για την πολιτική της κυβέρνησης για τα πανεπιστήμια και την καταστολή, καθώς και για την διαχείριση της πανδημίας και της ακρίβειας.
2. Οι μικρότεροι ηλικιακά φοιτητές και οι φοιτήτριες έδειξαν ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για την διαδικασία των φοιτητικών εκλογών και ενίσχυσαν τη νομιμοποίηση των οργάνων των φοιτητικού κινήματος που δέχονται επίθεση από την πρώτη στιγμή της εκλογής της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Έσπασαν μία τάση μειωμένης συμμετοχής που υπήρχε πολλά χρόνια στην συμμετοχή στις φοιτητικές εκλογές. Αν και συγκεντρωτικά η αριθμητική συμμετοχή σε ΑΕΙ και πρώην ΤΕΙ είναι λίγο μειωμένη, δεν πρέπει να παραβλέψουμε δύο στοιχεία. Το πρώτο είναι ότι μεσολάβησαν τρία χρόνια από τις τελευταίες εκλογές και 3 εξάμηνα τηλεκπαίδευσης. Αυτό σημαίνει ότι διαταράχθηκε η σχέση όλων των πολιτικών δυνάμεων με μία κοινωνική βάση που τις στήριζε σταθερά, είτε λόγω της απουσίας καθημερινής συνύπαρξης και μαζικών πολιτικών διεργασιών στον κοινωνικό χώρο των πανεπιστημίων την περίοδο της πανδημίας είτε λόγω αποφοίτησης μεγάλου μέρους αυτής. Το δεύτερο είναι ότι η -μέχρι πρότινος πρώτη δύναμη- ΔΑΠ-ΝΔΦΚ σε πολλούς συλλόγους επέλεξε να απέχει, ενώ σε άλλους κατέρρευσε (όπως και η ΠΑΣΠ), αλλά η πτώση της συμμετοχής ήταν μικρότερη από την πτώση της ΔΑΠ και της ΠΑΣΠ.
3. Η πτώση της ΔΑΠ δεν είναι ένα γεγονός που εξηγείται μονοσήμαντα και δεν πρέπει να μας γεμίζει αυταπάτες. Είδαμε συλλόγους στους οποίους η ΔΑΠ συγκράτησε τις δυνάμεις της ή έπεσε χωρίς να εξαϋλώνεται, ακόμα και συλλόγους στους οποίους ενισχύθηκε. Ένα μεγάλο μέρος των ψήφων που έχασε η ΔΑΠ προέρχεται από σχολές στις οποίες πρακτικά αποσύρθηκε από την μάχη των εκλογών, χωρίς να μας δίνει την δυνατότητα να εκτιμήσουμε την πραγματική επιρροή της μέσω του εκλογικού αποτελέσματος. Βλέπουμε μία σαφή τάση αποδυνάμωσης της λόγω αποδιοργάνωσης του πελατειακού μηχανισμού της εξαιτίας της τηλεκπαίδευσης και φθοράς λόγω της αντι-δημοφιλούς (ιδιαίτερα στη νεολαία) πολιτικής της κυβέρνησης. Δεν είναι δεδομένο ότι αυτή η σχέση με την βάση των φοιτητών και των φοιτητριών δεν θα αποκατασταθεί μέχρι τις επόμενες εκλογές. Φαίνεται όμως πως υπάρχει και μια σημαντική τάση της απόσυρσης δυνάμεων της ΔΑΠ από τον συνδικαλισμό, μία άποψη που είναι γνωστό ότι υπάρχει εντός ΔΑΠ και Ν.Δ. Τέλος, θα πρέπει να πούμε ότι η απουσία της ΔΑΠ, ενίσχυσε με κάποιες δεξιές ψήφους την ΠΚΣ-ΚΝΕ ως την δύναμη που δεν κλείνει τις σχολές, που είναι “πρώτη στα μαθήματα, και πρώτη στους αγώνες”, που έχει τους εκπροσώπους στα Δ.Σ. για να λύνουν τα προβλήματα των φοιτητών/ριών και που στέκεται απέναντι στον αντιπατριωτικό και αντιπατριαρχικό λόγο.
4. Παρά την εκλογική ενίσχυση σχεδόν όλων των αριστερών δυνάμεων, το ερώτημα του κινήματος μένει ακόμα ανοιχτό. Η ανάδειξη της ΠΚΣ-ΚΝΕ σε πρώτη δύναμη δεν είναι δείγμα ριζοσπαστικοποίησης εν γένει. Όλο αυτό το διάστημα στραγγάλιζε τις συλλογικές διαδικασίες βάσης και η αγωνιστική της δράση ήταν μειωμένης έντασης, αυστηρά εντός του καθορισμένου από την κυβέρνηση νόμιμου πλαισίου, με κύριο γνώμονα την οργανωτική της συσπείρωση και «συσσώρευση δυνάμεων». Η ψήφος στην ΠΚΣ είναι αναθετική, όχι αγωνιστική. Επομένως, ενώ μας χαροποιεί να χάνει την πρωτιά της η ΔΑΠ από μία αριστερή δύναμη, ξέρουμε ότι το μόνο που έχουμε να περιμένουμε από την ΠΚΣ είναι η γραφειοκρατικοποίηση των φοιτητικών συλλόγων και διαδικασιών στη λογική των “κόκκινων διοικητικών συμβουλίων” που αναλαμβάνουν την καθοδήγηση των αγώνων.
5. Η ενίσχυση των δυνάμεων της ΕΑΑΚ (σε συνεργασία με την ΑΡΕΝ) αφορά στην ενίσχυση μιας διαφορετικής ΕΑΑΚ από ότι τα προηγούμενα χρόνια, μιας ΕΑΑΚ που υιοθετεί όλο και περισσότερο τα χαρακτηριστικά της ΠΚΣ, χωρίς να προσφέρει μία διαφορετική εναλλακτική για το κίνημα. Ποσοστιαία δεν ενισχύθηκε όσο η ΠΚΣ ακριβώς επειδή η στείρα γραμμή του διπολισμού δεξιά-αντιδεξιά, που εκφράστηκε και με την κεντρική συνεργασία με την ΑΡΕΝ σαν «αντιδεξιού μετώπου», μπορούσε να εκφραστεί πολύ καλύτερα από την ΠΚΣ, την μόνη δύναμη που θα μπορούσε να έχει την δυνατότητα να εκτοπίσει την ΔΑΠ από την πρώτη θέση που κατείχε τόσα χρόνια. Ιδιαίτερα εφόσον τα τελευταία χρόνια οι δυνάμεις του «αντιδεξιού μετώπου» στο κίνημα συνεργάστηκαν και τελικά ακολούθησαν το σχέδιο της ΠΚΣ, η κλασική κριτική για σεχταρισμό της ΠΚΣ, έχασε την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητα της.
6. Σε αυτές τις εκλογές δεν μπόρεσε να εκφραστεί μαζικά μία αντικαπιταλιστική προοπτική για το φοιτητικό κίνημα. Οι σύλλογοι στους οποίους καταγράφηκαν σχήματα της ΕΑΑΚ αυτοτελώς ήταν λιγότεροι από το 2019 και η καταγραφή της ΕΑΑΚ υποχώρησε ποσοστιαία σε σχέση με την συνεργασία ΕΑΑΚ-ΑΡΕΝ. Αυτό αφενός οφείλεται στην αλλαγή κατεύθυνσης σημαντικού αριθμού σχημάτων και την προσχώρηση τους στην συνεργασία ΕΑΑΚ-ΑΡΕΝ. Αφετέρου οφείλεται στην αποδυνάμωση μιας μερίδας σχημάτων της ΕΑΑΚ που προσπάθησαν το προηγούμενο διάστημα να διαχωριστούν από την κατεύθυνση της ΠΚΣ, τα οποία παρότι προσπάθησαν (σε διαφορετικό βαθμό) να οικοδομήσουν τις διαδικασίες βάσης και να διεξάγουν μία ολομέτωπη αντιπαράθεση με την κυβέρνηση και την πολιτική της, τελικά ακολούθησαν αντιφατική πορεία και δεν κατάφεραν να εκφράσουν μια συγκροτημένη κατεύθυνση συγκρότησης «αντικαπιταλιστικού πόλου» εντός και εκτός ΕΑΑΚ. Σε αυτή την προσπάθεια φάνηκε να ηγεμόνευσαν οι δυνάμεις της αναρχίας και της αυτονομίας οι οποίες δεν συμμετέχουν στις εκλογές, αλλά ούτε και εκείνες φάνηκε να μπορούν να σταθούν πολιτικά σε ανοιχτές σχολές το διάστημα εκείνο που η είσοδος της πανεπιστημιακής αστυνομίας δεν ήταν στον άμεσο ορίζοντα.
7. Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι μέσα από το αποτέλεσμα των φοιτητικών εκλογών εκφράστηκε μαζικά μία ψήφος διαμαρτυρίας. Σίγουρα δεν είναι ένα αποτέλεσμα που δίνει αυτοπεποίθηση στην κυβέρνηση και επιβεβαιώνει ότι η προσπάθεια για την εγκατάσταση της ΟΠΠΙ, δεν θα είναι ομαλή και αναίμακτη. Έχουμε δει τους περιορισμούς που θέτουν στο κίνημα οι δυνάμεις της αριστεράς που ενισχύθηκαν περισσότερο. Ταυτόχρονα όμως, οι αγωνίστριες και οι αγωνιστές της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και οι ανένταχτες-οι φοιτήτριες-ες να αντλήσουν αυτοπεποίθηση για νέους αγώνες αφού φαίνεται πως ο αντίπαλος δεν είναι ούτε άτρωτος ούτε πανίσχυρος.
8. Αυτή την στιγμή πυροδοτείται ένα σκηνικό έντασης από την κυβέρνηση με ακραία δολοφονική καταστολή και εξαγγελίες για άνευ προηγουμένου αντιδημοκρατικές αλλαγές στη διάρθρωση του πανεπιστημίου. Η άνοδος της κινηματικής δραστηριότητας και η συσπείρωση δυνάμεων που παρατηρείται σε τέτοιες φάσεις ευνοεί την πόλωση εναντίον της κυβέρνησης αλλά όχι την εξαγωγή συμπερασμάτων σε σχέση με την στρατηγική του κεφαλαίου, ούτε απαραίτητα την συλλογική οργάνωση μακροπρόθεσμα και την αντικαπιταλιστική στράτευση των αγωνιστών και των αγωνιστριών. Χρειάζεται ενιαία δράση των αγωνιστικών δυνάμεων για την αντιμετώπιση της ακραίας καταστολής αλλά και η ετοιμότητα των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων να ανταπεξέλθουν αντιμέτωπες με μία επίθεση φαινομενικά πιο ήπιας έντασης.
9. Σε αυτή την συγκυρία η
πληττόμενη νεολαία και η εργατική τάξη απειλούνται από τις συνέπειες της
οικονομικής κρίσης, του πολέμου και της περιστολής των δημοκρατικών
δικαιωμάτων. Η κινητοποίηση μας μπορεί να αποτελέσει καταλύτη για την ενίσχυση
του μαζικού κινήματος, περαιτέρω οπισθοχώρηση των σχεδιασμών της κυβέρνησης,
ακόμα και αποδυνάμωση της αστικής εξουσίας, ιδιαίτερα εφόσον οι αντιφάσεις του
ελληνικού καπιταλισμού συσσωρεύονται σε πολλαπλά μέτωπα και η δυσαρέσκεια της
νεολαίας και των εργαζομένων αδυνατεί να εκτονωθεί ομαλά. Θα πρέπει οι
αντικαπιταλιστικές δυνάμεις να έχουν το θάρρος να διατυπώσουν μια εναλλακτική
πρόταση για το πως θα δοθεί η μάχη σε αυτή την ζοφερή πραγματικότητα, χωρίς
αυτοαναφορικό σεχταρισμό, αλλά διαχωρίζοντας την θέση τους σε όλα τα επίπεδα
από τις δυνάμεις που δρουν μέσα στο κίνημα απλά για “να φύγει η δεξιά” και
τελικά να έρθει η “αριστερά” που θα κάνει τα ίδια, για “να ενισχυθεί το κόμμα”
αλλά τελικά να μην κάνει τίποτα. Υπό αυτή την έννοια, μένει να κριθεί αν το
αποτέλεσμα των εκλογών είναι οιωνός της απογοήτευσης στην οποία θα οδηγήσουν το
κίνημα οι ρεφορμιστικές και γραφειοκρατικές δυνάμεις, ή να θα συγκροτηθεί μία
νέα πρωτοπορία η οποία θα πατήσει σε αυτό το θετικό κλίμα και θα οδηγήσει το
κίνημα σε νίκες.