ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ: ΣΗΜΑΙΑ ΜΑΣ ΤΑ ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΟΠΛΟ ΜΑΣ Η ΤΑΞΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ


Αναμφίβολα, ο ιστορικός μοχλός έχει φέρει μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από την πιο βίαιη και οφθαλμοφανή ανάδυση όλων των αντιθέσεων και αντιφάσεων που χαρακτηρίζουν τον καπιταλισμό, με όλες τις δυνάμεις που συνυπάρχουν σε αυτόν να παίρνουν θέση. Από τη μία, οι δυνάμεις της αντίδρασης προσπαθούν να ενισχύσουν με κάθε τρόπο τα κοινωνικά αντανακλαστικά που θα εξασφαλίσουν ότι δε θα αμφισβητηθεί η εξουσία των αφεντικών και ότι αυτά θα βγουν από την κρίση τους καταληστεύοντας ακόμα περισσότερο τα εργατικά χέρια. Από την άλλη, οι δυνάμεις που είναι ταγμένες με τους καταπιεσμένους δίνουν την προοπτική της ενοποίησης τους με το γνώμονα της εξέγερσης και της επανάστασης. Ένα από τα βασικά εργαλεία των πρώτων προκειμένου να πετύχουν τη διαίρεση της εργατικής τάξης, και άρα τον «αφοπλισμό» και την περαιτέρω εκμετάλλευσή της, είναι ο ρατσισμός.
Το 2015 σφραγίστηκε από το κύμα των προσφύγων και μεταναστών, που είναι το μεγαλύτερο από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Χιλιάδες άνθρωποι εγκαταλείπουν τις εμπόλεμες ζώνες του πλανήτη με πιο «καυτές» αυτές της Μέσης Ανατολής (Συρία-Ιράκ), της κεντρικής Ασίας (Αφγανιστάν) και της Αφρικής (Σομαλία κ.ά.), αλλά και χώρες στις οποίες η οικονομική εκμετάλλευση είναι τόσο μεγάλη που δεν αφήνει κανένα περιθώριο διαβίωσης σε ένα μεγάλο κομμάτι της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Η βασική τάση της κίνησης των μεταναστών και μεταναστριών τα τελευταία χρόνια ήταν η μείωση της εισόδου μέσω της Ισπανίας, η εκρηκτική αύξηση εισόδου μέσω της Ιταλίας (που σχετίζεται με την ανατροπή του καθεστώτος Καντάφι στη Λιβύη) και η ανάδειξη της Ελλάδας σε βασική δίοδο προς τη δύση.  Το ελληνικό κράτος, λοιπόν, ως πύλη εισόδου στην Ευρώπη αλλά και ως ένα κράτος που συνεργάζεται με απολυταρχικά και δικτατορικά καθεστώτα στη Μέση Ανατολή, πρέπει να παίξει το ρόλο του χωροφύλακα και να απωθήσει τους «λαθραίους» προκειμένου να ικανοποιήσει την ντόπια και ευρωπαϊκή αστική τάξη, που θέλουν να συντηρήσουν το ευρωπαϊκό status quo. Στο πλαίσιο αυτό, συντηρεί και ενδυναμώνει το φράχτη του Έβρου για να εμποδίσει τη χερσαία μετακίνηση, ενισχύει τη φύλαξη των συνόρων μέσω της Frontex, ανοίγει hot-spot ως κέντρα ταυτοποίησης και διαλογής και συνεργάζεται με το αυταρχικό καθεστώς Ερντογάν με αντάλλαγμα τη συγκράτηση των προσφύγων στην τουρκική επικράτεια.
Η καλύτερη αποτύπωση της κατάστασης του προσφυγικού ζητήματος βρίσκεται στα νησιά, όπου πρόσφυγες και μετανάστες φθάνουν καθημερινά από τα τουρκικά παράλια. Στη Λέσβο, την Κω, τη Χίο, τη Σάμο καταγράφονται δύο δυναμικές. Η πρώτη είναι αυτή των καταστηματαρχών και ναυτιλιακών που σαν συνεχιστές του έργου των διακινητών εκμεταλλεύονται ληστρικά πρόσφυγες και μετανάστες χρεώνοντας υπέρογκα ποσά για είδη πρώτης ανάγκης και υπηρεσίες μετακίνησης. Στη δυναμική αυτή ανήκουν επίσης ακροδεξιοί και ρατσιστές που επιτίθενται στους μετανάστες ως υποτιθέμενο εξωτερικό μουσουλμανικό εχθρό που έρχεται να νοθεύσει την εθνική τους ταυτότητα και να τους πάρει τις δουλειές. Η δεύτερη, επικρατούσα και πιο ελπιδοφόρα, είναι αυτή της αλληλεγγύης που έχει απλώσει δίκτυα από τα νησιά μέχρι τις πιο απομακρυσμένες περιοχές. Αλληλεγγύη που εκφράζεται με συλλογές ειδών πρώτης ανάγκης, καταλήψεις δημόσιων κτηρίων για τη στέγαση προσφύγων και μεταναστών και δράσεις για την κινητοποίηση των τοπικών κοινωνιών. Ταυτόχρονα, αγωνιστές και αγωνίστριες  βρίσκονται στα σημεία που καταφθάνουν τα ταξικά μας αδέλφια και προσπαθούν να τα υποδεχτούν με τους καλύτερους δυνατούς όρους, δεδομένης της παντελούς έλλειψης κρατικών δομών. Η κατάληψη Νοταρά, τα στέκια μεταναστών και ένα σύνολο αυτοοργανωμένων δομών που έχουν συγκροτηθεί είναι παραδείγματα που συσπειρώνουν τον κόσμο στο πλευρό των πλέον καταπιεσμένων όχι με ένα φιλανθρωπικό πέπλο, αλλά στη βάση της ταξικής, διεθνιστικής αλληλεγγύης.
Αναπότρεπτα, η συγκυρία αυτή οδηγεί στην επαναφορά της κουβέντας στην Αριστερά και το κίνημα για την αναγκαιότητα της πάλης ενάντια στο ρατσισμό και την επιτακτικότητα συγκρότησης ενός μαζικού αντιρατσιστικού κινήματος. Για να απαντήσουμε σε αυτό πρέπει να ανατρέξουμε στην έννοια του ρατσισμού ως εργαλείο στα χέρια των εξουσιαστών για να διαχωρίσουν την εργατική τάξη με βάση φυλετικά, εθνικά, θρησκευτικά χαρακτηριστικά. Αποτελεί εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε από την απαρχή των ταξικών κοινωνιών προκειμένου, πρώτον, η εργατική τάξη διασπασμένη να μην μπορεί να συνειδητοποιήσει τα συμφέροντά της και να εκπληρώσει τον ιστορικό της ρόλο και, δεύτερον. τα αφεντικά να αντλούν διπλή και τριπλή υπεραξία από τον κάθε φορά αποδιοπομπαίο τράγο, οδηγώντας τελικά στη συνολική υποτίμηση της εργατικής δύναμης. Έτσι, λοιπόν, η αντιρατσιστική πάλη θέτει ως στόχο την ενοποίηση της εργατικής τάξης (ένα στόχο στρατηγικό για την επαναστατική αριστερά), ενώ παράλληλα προσπαθεί να κατακτήσει υλικές νίκες για το πιο καταπιεσμένο και εκμεταλλευόμενο κομμάτι της τάξης, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες (που θα αποτελούν νίκες συνολικά για την τάξη). Ταυτόχρονα, ένα ισχυρό αντιρατσιστικό κίνημα είναι σε θέση να απαντήσει σε κάθε επιχείρημα που χρησιμοποιεί σύσσωμη η δεξιά πολυκατοικία, επιχειρήματα που καταλήγουν σε πογκρόμ και απελάσεις.
Δυστυχώς, απ’ ό,τι φαίνεται στην πολιτική των κλειστών συνόρων και των απελάσεων, που με πίστη έχουν ακολουθήσει όλες οι κυβερνήσεις με τελευταία αυτή των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν έχουν τίποτα να αντιπαραθέσουν το ΚΚΕ, η ΛαΕ, ακόμα και κάποια τμήματα της άκρας αριστεράς. Η διαχρονική υποτίμηση της πάλης ενάντια στο ρατσισμό, η υπεράσπιση πατριωτικών πεποιθήσεων και η αντιμετώπιση των μεταναστών και των προσφύγων ως κάτι ξένο, στο οποίο θα δείξουν μια ανθρωπιστική αλλά όχι ταξική αλληλεγγύη αποτελούν αφετηρίες που καταλήγουν είτε την απραξία, είτε σε μια αλληλεγγύη, που, όμως, δε βάζει σαν στόχο την ένταξη στην ντόπια εργατική τάξη. Παράλληλα, η άποψη που θέλει τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα σαν το μοναδικό μέσο για την αλληλεγγύη στους πρόσφυγες, υποτιμώντας τον αντιρατσιστικό αγώνα, δε λαμβάνει υπόψη ότι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες είναι ένα μεγάλο κομμάτι της εργατικής τάξης, εγχώριας και ευρωπαϊκής, και η ενσωμάτωσή τους σε αυτή θα τη φέρει σε καλύτερη θέση προκειμένου να παλέψει ενάντια στον πόλεμο, τη φτώχεια, την εξαθλίωση. Σημαντικό είναι να θυμηθούμε πώς συνδέει ο Λένιν τον αγώνα υπέρ των μεταναστών με τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα. Γράφει λοιπόν στο άρθρο του «Οι αριστεροί τσιμμερβαλντινοί στο ελβετικό Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα»: «Για να μην μένει η αναγνώριση του διεθνισμού από μέρους των Ελβετών σοσιαλδημοκρατών κούφια φράση που δεν υποχρεώνει σε τίποτα, γι’ αυτό είναι απαραίτητο, πρώτο να παλέψουμε με συνέπεια και σταθερότητα για την οργανωτική προσέγγιση και συγχώνευση των ξένων και των Ελβετών εργατών μέσα στις ίδιες ενώσεις, καθώς και για την πλήρη (αστική και πολιτική) ισοτιμία τους. Η ειδική ιδιομορφία του ιμπεριαλισμού στην Ελβετία συνίσταται ακριβώς στην εντεινόμενη εκμετάλλευση των χωρίς δικαιώματα ξένων εργατών από την ελβετική αστική τάξη, που στηρίζει τις ελπίδες της στην αποξένωση των δύο αυτών κατηγοριών εργατών, της μίας από την άλλη».
Ο αγώνας ενάντια στο ρατσισμό, λοιπόν, πρέπει να αποτελεί κομβικό σημείο για τις επαναστατικές δυνάμεις, και το καθήκον συγκρότησης ενός μαζικού και νικηφόρου αντιρατσιστικού κινήματος πρέπει να είναι ψηλά στην ημερήσια διάταξη. Κατά πόσο, όμως, είναι δυνατή μια τέτοια συγκρότηση και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να οδηγηθεί σε νίκες? Για να αποφύγουμε την θεωρητικολογία, και επειδή το κίνημα δεν προκύπτει από παρθενογένεση, ας γειωθούμε στην ελληνική πραγματικότητα: Με την άφιξη των χιλιάδων ξεριζωμένων, οι κινηματικές δυνάμεις ξαναβγήκαν στο προσκήνιο, έδρασαν αντανακλαστικά και ανέπτυξαν όλη αυτή την πολύμορφη δράση που περιγράψαμε προηγουμένως, η οποία είχε στον πυρήνα της την υποδοχή και την υποστήριξη των προσφύγων και μεταναστών. Όμως, η όξυνση της αντιμεταναστευτικής πολιτικής από πλευράς ελληνικού κράτους και ΕΕ και η αμείωτη ένταση των μεταναστευτικών κινήσεων εγείρουν προβληματισμούς για την επάρκεια των απαντήσεων μας. Αν θέλουμε να οδηγήσουμε το κίνημα σε κάποια υλική νίκη, πρέπει από την έμπρακτη αλληλεγγύη να μετατοπίσουμε το επίκεντρο της δράσης μας στις πολιτικές διεκδικήσεις με αιχμές την ελευθερία μετακίνησης και τα πλήρη πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα για όλους και όλες, χωρίς προϋποθέσεις. Ουσιαστικά, αυτές είναι και οι διεκδικήσεις των ίδιων των προσφύγων και μεταναστών, αφού είναι οι μόνες που μπορούν να τους ανακουφίσουν πραγματικά, χωρίς σε καμία περίπτωση να παραγνωρίζουμε την αναγκαιότητα και την σπουδαιότητα της υλικής υποστήριξης.
Η επόμενη περίοδος πρέπει να βρει το αντιρατσιστικό κίνημα ανασυγκροτημένο και σε θέση μάχης ενάντια στην κυβέρνηση και τις ρατσιστικές πολιτικές που ασκεί. Την έκβαση μιας τέτοιας μάχης θα κρίνει σε σημαντικό βαθμό το επίπεδο στο οποίο το αντιρατσιστικό θα συνδεθεί με τα υπόλοιπα κινήματα, και ιδιαίτερα με το εργατικό. Μια τέτοια ολομέτωπη σύγκρουση με την τρέχουσα στρατηγική του καπιταλισμού δεν μπορεί να κερδηθεί παρά μόνο από την ενιαία δράση της εργατικής τάξης. Είναι κρίσιμο, λοιπόν, οι αντιρατσιστικές και διεθνιστικές ιδέες να απλωθούν σε κάθε πτυχή της ζωής της εργατικής τάξης έτσι ώστε να γίνει το προχώρημα και τα αιτήματα των ντόπιων να συνδεθούν πραγματικά με αυτά των ξένων εργατών, με σκοπό την ανατίμηση της τάξης μας συνολικά. Η αποφασιστικότητα των εργαζομένων να τσακίσουν τον ρατσισμό στους χώρους δουλειάς, τις γειτονιές, την εκπαίδευση, το σύστημα υγείας και παντού, θα κρίνει την επιτυχία του σχεδίου των αφεντικών για την παρανομοποίηση των μεταναστών και την διάσπαση της τάξης.

Στη μάχη για τα δικαιώματα των μεταναστών, οι δυνάμεις της επαναστατικής αριστεράς έχουν να παίξουν πρωτοπόρο ρόλο, καθώς είναι οι μόνες που μπορούν να απεμπλέξουν το αντιρατσιστικό κίνημα από στείρα ανθρωπιστικά μονοπάτια, να το μπολιάσουν με την ταξική ανάλυση για την παρανομοποίηση των μεταναστών και να το συνδέσουν με το ευρύτερο εργατικό κίνημα, έτσι ώστε η απάντηση να είναι συνολική. Συγκεκριμένα για τον χώρο μας, τα σχήματα της ΕΑΑΚ πρέπει να είναι αυτά που θα εγγυηθούν πως στα πανεπιστήμια θα απομονωθούν και θα αποδομηθούν οι όποιες ρατσιστικές συμπεριφορές και θα τσακιστεί κάθε φασιστική δράση. Η διάχυση του αντιρατσιστικού λόγου και του διεθνισμού πρέπει να ενταχθούν δομικά στην καθημερινή πολιτική παρέμβαση του κάθε σχήματος και σχηματία, χρειάζεται ακόμα, όμως, τα ΕΑΑΚ συνολικά να αναλάβουν κεντρικές πρωτοβουλίες ενάντια στις αντιμεταναστευτικές πολιτικές και την εξαθλίωση χιλιάδων κόσμου. Τέλος, οι σχηματίες πρέπει να δώσουν το παράδειγμα της ενεργού συμμετοχής στις δομές και τις δράσεις τους αντιρατσιστικού κινήματος και να μεταφέρουν δυναμικά αυτή την εμπειρία στο φοιτητικό κίνημα, αποδεικνύοντας έτσι ότι η αλληλεγγύη δεν είναι απλά μια λέξη στα χαρτιά, αλλά περνάει μέσα από ανυποχώρητους αγώνες.


Η πάλη για ανοιχτά σύνορα, νομιμοποίηση για όλους τους μετανάστες, παροχή ασύλου στους πρόσφυγες, ίσα πολιτικά και εργασιακά δικαιώματα οφείλει να πάρει σάρκα και οστά μέσα από τις πρωτοβουλίες της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής αριστεράς που θα στοχεύουν στην αυτοοργάνωση της εργατικής τάξης ενάντια στις επιθέσεις του κεφαλαίου. Μίας τάξης με πολυεθνική κουλτούρα και πολυεθνικά χαρακτηριστικά, αυτό που ο Μαρξ, σε μία από τις σημαντικότερες προσφορές του, το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», ονόμασε «παγκόσμια φιλολογία». Στο ίδιο έργο καταλήγει με το πιο ουσιώδες και διαχρονικό πρόταγμα : «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε». Άλλωστε, τα μόνα πραγματικά σύνορα είναι αυτά που χωρίζουν τον κόσμο των αφεντικών από τον κόσμο της εργασίας.


Δεν υπάρχουν σχόλια

Από το Blogger.